Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Λία Κασελούρη

«Όσοι δε εδέχθησαν Αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα Αυτού. Οίτινες ουχί εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν.» Κατά Ιωάννην α ́1314

 |  Ομολογίες

«Όσοι δε εδέχθησαν Αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα Αυτού. Οίτινες ουχί εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός αλλά εκ Θεού εγεννήθησαν.» Κατά Ιωάννην α ́1314

Αυτό το μήνα η αδελφή μας Λία Κασελούρη από την Άρτα θα μας δώσει την προσωπική της μαρτυρία για το πώς δέχτηκε  τον Ιησού Χριστό μέσα στην καρδιά της και έγινε ένα παιδί του Θεού.


Αδελφή Λία ζεις μέσα στην Άρτα;


Είμαι σε ένα χωριό έξω από την Άρτα. Φωτεινό  λέγεται  και  είναι  17  χιλιόμετρα έξω από την πόλη.


Εκεί έχεις γεννηθεί;


Όχι, δεν έχω γεννηθεί εδώ, γεννήθηκα στη Γερμανία το 1966. Όταν ήμουν όμως ακόμα μωρό με έφεραν μαζί με την αδελφή μου στην Ελλάδα. Μείνανε μετά εδώ οι γονείς μου 34 χρόνια, κάνανε άλλα δύο παιδιά, ξαναπήγανε, ξαναγυρίσανε, κάνανε ακόμα ένα παιδί και από το 1972 είναι πλέον μόνιμα στην Ελλάδα κι εγώ μεγάλωσα εδώ στο χωριό.


Πως ήταν η ζωή εκεί; Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια;


Τα παιδικά μου χρόνια είχαν αρκετά προβλήματα.  Προβλήματα  οι  γονείς  μεταξύ τους,  προβλήματα  εμείς  με  τους  γονείς. Στα 14 μου χρόνια με πάντρεψαν πρώτη φορά οι δικοί μου. Έγινε ένα προξενιό, με ζήτησε η νονά μου για τον αδελφό της και με δώσανε. Δεν ξέρω να σας πω, αν αυτό εγώ τότε το ήθελα ή δεν το ήθελα. Πάντως το δέχτηκα άνευ όρων κι έφυγα και πήγα στην Αθήνα με έναν άνθρωπο που τον ήξερα ελάχιστα.


Αυτός τι ηλικίας ήτανε;


Ήτανε 23 χρονών. Έκατσα μαζί του μόλις τρείς μήνες κι έφυγα και γύρισα πάλι στο χωριό. Πήγα ξανά στο σχολείο αλλά ήταν πλέον διαφορετική η κατάσταση. Οι φίλες μου δεν με θέλανε, ακουγόντουσαν για μένα διάφορα και υπήρχε μια άσχημη κατάσταση που την βίωνα σιωπηλά αλλά με θλίψη γιατί μου στοίχιζε όλο αυτό που συνέβαινε. Γι’ αυτό όταν ξαναήρθε ένα προξενιό για μένα ήτανε σαν η λύση στο πρόβλημα. Από την Γερμανία αυτή την φορά ο άντρας μου, χήρος με ένα κοριτσάκι. Ήρθε Παρασκευή, Σάββατο αρραβωνιαστήκαμε, Κυριακή κάναμε Πάσχα και Δευτέρα φύγαμε για Γερμανία. Ο Χρήστος  ήτανε τότε 21 χρονών, εγώ ήμουνα 17,5.


Και είχε μείνει χήρος τόσο νέος;


Ναι και είχε περάσει γενικά πολλές άσχημες καταστάσεις στην ζωή του. Με χωρισμένους  γονείς,  με  αναμορφωτήρια,  με ιδρύματα και κάποια στιγμή γνώρισε μια κοπέλα  η  οποία  ήταν  και  συγγενής  της μητέρας  μου  η  οποία  όμως  σκοτώθηκε αφήνοντας του ένα κοριτσάκι ορφανό. Το παιδί ήταν 16 μηνών όταν το πήρα εγώ και αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε τότε. Γιατί έλεγα ότι εγώ δεν θα κάνω παιδί, δεν πίστευα ότι ήμουν άξια να κάνω ένα παιδί. Παρόλα αυτά μόλις παντρευτήκαμε έμεινα έγκυος αμέσως στην κόρη μου. Όμως  είχαμε  προβλήματα  στην  σχέση μας γιατί κι εγώ και ο Χρήστος είχαμε πολλά άσχημα βιώματα. Δεν μπορούσαμε να ταιριάξουμε, δεν μπορούσαμε να αγαπηθούμε,  με  ζήλευε  πάρα  πολύ  κι αυτό με στεναχωρούσε.


Σε ποια πόλη ζούσατε; 


Ζούσαμε  στην  Χαιδελβέργη.  Ήρθε μετά  και  το  παιδί,  πιο  πολλά  τα  προβλήματα κι άρχισα να παίρνω τηλέφωνο τους γονείς μου και να τους λέω ότι θέλω να γυρίσω πίσω. Με αποθάρρυναν να το κάνω, θα ήταν άλλωστε η δεύτερη φορά για μένα. Τέλος του 1991 όμως αποφάσισα οριστικά να χωρίσω και να γυρίσω στην Ελλάδα. Μίλησα και με τον αδελφό μου που ετοιμαζότανε να ανοίξει ένα κομμωτήριο και σκέφθηκα να κατέβω κι εγώ να βγάλω μια σχολή αισθητικής και να δουλέψουμε μαζί. Πράγματι κατέβηκα και πήρα μαζί και το παιδί μου (6,5 χρονών ήταν τότε η κόρη μου). Έπαιρνα και μια καλή διατροφή για τρία χρόνια, κι έτσι μπορούσα να πληρώνω την σχολή μου και το σπίτι μου. Κι έχοντας την σκέψη ότι θα βρω έναν άλλο σύντροφο κάνοντας εγώ αυτή την φορά την επιλογή. Γιατί μέχρι τότε επιλέγανε άλλοι για μένα και πίστευα ότι αυτή είναι και η αιτία που είμαι δυστυχισμένη και θλιμμένη. Τελειώνοντας όμως τη σχολή δεν ξεκίνησα την συνεργασία με τον αδελφό μου (λόγω ότι ήταν μικρός ο χώρος που είχε τότε) και μου πρότεινε να δουλέψω προσωρινά σε ένα φίλο του που είχε ένα καφέ. Το πρόβλημα μου όμως ήταν αυτό που λένε, αγοραφοβία. Δεν ένοιωθα καλά με πολύ κόσμο, είχα ανασφάλεια και για να το ξεπερνάω ξεκίνησα να πίνω. Για να μπορώ να ανταπεξέρχομαι στη δουλειά.


Και κάπνιζες;


Ναι κάπνιζα από μικρή από 13 - 14 χρονών. Από τον πρώτο μου γάμο. Γνώρισα κι έναν άνθρωπο μετά κι έκανα μαζί του σχέση ο οποίος κι αυτός έπινε πολύ και αρχίσαμε μαζί και κάποιες ουσίες ναρκωτικές. Μετά βρήκα δουλειές σε μεγάλα κλαμπ, στην Αθήνα, σε νησιά, μπήκα πιο πολύ μέσα στην νύχτα κι όσο πήγαινα  χωνόμουν πιο βαθιά στο αλκοόλ και στη  μαριχουάνα.  Προσπαθούσα  να  τα συμβιβάσω όλα. Και το παιδί και τη δουλειά και τις σχέσεις, και τις ουσίες, μέχρι που το 1996 αρρώστησα, έπαθα μια πολύ βαριά πνευμονία κι εκεί φοβήθηκα πολύ, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Έστειλα το παιδί στον πατέρα της κι αναγκάστηκα να φύγω μετά κι εγώ βλέποντας ότι η ζωή στη νύχτα με σκότωνε. Όταν γύρισα όμως πίσω στη Γερμανία ήμουν τόσο εξαρτημένη από το αλκοόλ και από την μαριχουάνα ώστε όσοι με  ξέρανε  πριν  δεν  με  αναγνωρίζανε. Ήμουν αγνώριστη τελείως. Με φιλοξένησε στην αρχή μια γνωστή του πεθερού μου και με σύστησε να πάω να δουλέψω σε  ένα  εστιατόριο. Δυστυχώς ο άνθρωπος  που το είχε ήταν ένας άνθρωπος   της νύχτας  που  κάλυπτε  διάφορες δραστηριότητες πίσω από το εστιατόριο.  Δεν ήταν   δύσκολο για μένα να τον καταλάβω   κι ούτε γι αυτόν να καταλάβει  εμένα.  Έκανα  σχέση μαζί του, για ένα διάστημα ήμασταν καλά αλλά μετά άρχιζε να με εκβιάζει, να με απειλεί και το 1999 βρέθηκα ξαφνικά στο δρόμο, με πέταξε έξω. Πήγα στην κυρία που με είχε φιλοξενήσει παλιότερα αλλά δεν με δέχτηκε αυτή την φορά. Τότε έκανα για πρώτη φορά ένα βήμα προς τον Θεό. Είχα μια Καινή Διαθήκη που είχα βρει στην Ελλάδα σε ένα θυρωρείο. Και την είχα πάντα κάτω από το μαξιλάρι σαν φυλακτό.


Χωρίς να τη διαβάσεις ποτέ;


Όχι, δεν την είχα διαβάσει ποτέ. Εκείνο το βράδυ όμως που ήμουν σε αυτό το αδιέξοδο είχα πάρει την Καινή Διαθήκη στα  χέρια  τη  φιλούσα  κι  έλεγα:  «Θεέ μου βοήθησέ με.» Και θυμάμαι ότι γεννιόταν μια ελπίδα μέσα μου ότι κάτι θα κάνει ο Θεός. Πήρα απόφαση να έρθω πίσω στην Ελλάδα και την άλλη μέρα πήγα μαζί με μια φίλη μου γερμανίδα, την  Μπριγκίτε,  να  βγάλω  εισιτήριο. Εκεί  στο εμπορικό κέντρο που ήμασταν είδα μια όραση. Είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν άγγελο να κρατάει στα χέρια του μια νεκρή κοπέλα. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν μια αφίσα που είχε κάποιο κατάστημα. Μπήκα μέσα, έψαξα να δω τι  ήταν  αυτό,  να  το  αγοράσω  κιόλας,  αλλά δεν υπήρχε τίποτε τέτοιο. Το είπα σε αυτή την φίλη μου που ήταν από χριστιανική ευαγγελική οικογένεια κι έβαλε τα κλάματα. Μου λέει: «ο Θεός σου έδειξε ότι είσαι νεκρή, αλλά σε κρατάει στα χέρια Του και θα σε βοηθήσει». Κι ήταν ακριβώς όπως μου το είπε.


Σου είχε μιλήσει αυτή η φίλη σου για τον Χριστό;


Καμιά φορά μπορεί να μου έλεγε: «ο Θεός δεν θα σε αφήσει» ή «ζήτα την βοήθεια του Θεού» χωρίς να μου έχει πει τίποτε ιδιαίτερο για τον Κύριο ή για το ευαγγέλιο. Αλλά  ήταν  ένα  πάρα  πολύ καλό  κορίτσι,  πολύ  σεμνός  άνθρωπος και πολλές φορές αναρωτιόμουν κιόλας πως έκανε παρέα μαζί μου. Πήρα μεγάλη χαρά μέσα μου με αυτό το συμβάν, ήρθα στην Ελλάδα για μια εβδομάδα αλλά δεν βρήκα κάποια άκρη ούτε με οικογένεια, ούτε τίποτε και γύρισα πίσω στη Γερμανία. Με βοήθησε ο Θεός να βρω ένα σπίτι μέσω της πρόνοιας αλλά πάλι η ζωή μου ήταν μέσα στα ίδια αδιέξοδα. Βράδυ πρωτοχρονιάς του 2000 καθώς είμαι σε μια πλατεία μαζί με κάποιους φίλους γερμανούς και έλληνες, πολύ στενοχωρημένη, πολύ πιεσμένη κάνω μια προσευχή στον Θεό. Μέχρι τότε όλα μου τα χρόνια ήταν μέσα στο ψέμα, στις κλεψιές (στα μαγαζιά που δούλευα), μέσα στην βρωμιά πραγματικά. Κι όμως εκείνο το βράδυ είπα τον Θεό Πατέρα. Χωρίς να Τον ξέρω, χωρίς να  έχω  καμία σχέση μαζί Του. Σήκωσα  τα  μάτια στον ουρανό και είπα: «Πατέρα  αν  πραγματικά  υπάρχεις, αν  πραγματικά ανέστησες  τον Ιησού   Χριστό στα 33 του χρόνια....  κι  εγώ έκλεισα πριν ένα μήνα τα 33 μου χρόνια.   Θέλω αυτό τον χρόνο να με αναστήσεις σαν τον Χριστό.» Μετά από αυτό άρχισαν να γίνονται περίεργα πράγματα. Η κόρη μου ξαφνικά ήθελε πάρα πολύ να γυρίσουμε στην Ελλάδα και μετά από λίγο με παίρνει ο αδελφός μου και μου λέει: «πρέπει να έρθεις για δουλειά, να δουλέψουμε μαζί». Και πράγματι τον Μάρτιο του 2000 έρχομαι στην Αθήνα και ξεκινάμε δουλειά. Εκείνο το διάστημα πήγαινα και σε ένα γυμναστήριο ταυτόχρονα κι εκεί γνώρισα ένα παιδί το Γιώργο. Γυμναζόμασταν μαζί, είχαμε βγει μαζί κι έξω και κάναμε αρκετή παρέα. Κάποια στιγμή τον έχασα κι όταν τον ξαναείδα μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή του. Είχε γνωρίσει τον Χριστό και είχε αλλάξει τελείως η εμφάνισή του και η συμπεριφορά  του.  Προσπάθησε  να  με προσεγγίσει, να μου πει για το ευαγγέλιο αλλά τον απέφυγα. Είπα: «κάπου έμπλεξε.» Τότε επέτρεψε ο Θεός μια δυσκολία με το παιδί μου. Δεν ήθελε πλέον να μείνουμε μαζί και ζήτησε να πάει στον πατέρα  του  στην  Γερμανία. Αυτό  μου στοίχισε πάρα πολύ. Ένοιωσα ότι δεν με θέλει κανείς, δεν με θέλει ούτε το παιδί μου κι έφθασα σε ένα σημείο που είπα ότι η ζωή μου δεν έχει πλέον καμία αξία. Έπαθα κατάθλιψη, είχα περίεργη συμπεριφορά και στο γυμναστήριο που πήγαινα φερόμουν άσχημα και φώναζα χωρίς λόγο. Εκεί πάνω ξανάρχεται ο Γιώργος και με βρίσκει. Μου είπε το τι είχε κάνει ο Κύριος στην ζωή του, μου πρότεινε να πάμε και στην εκκλησία και πήγα ένα βράδυ, πιο πολύ γιατί ντρεπόμουν να του πω όχι.


Που πήγατε;


Πήγαμε  στην  ελευθέρα  αποστολική εκκλησία  πεντηκοστής  στην  Νέα  Ιωνία. Δεν θυμάμαι όμως τίποτε από εκείνη την πρώτη φορά. Ήταν σαν να μην πήγα. Είχα ένα φόβο μήπως κάπου με μπλέξουνε, κάπου με μυήσουνε κι όπως μπήκα  έτσι  βγήκα.  Πέρασε  μετά  ένα τρίμηνο όπου έγιναν πολλά και διάφορα στην ζωή μου. Είχα πάρει μέσα μου την απόφαση του θανάτου, είχα τάσεις αυτοκτονίας  και  είχα  μπλέξει  με  ακόμα πιο περίεργους ανθρώπους από ότι είχα μπλέξει μέχρι τότε. Ξαφνικά όμως ήρθε μέσα μου ένας φόβος όχι για τον θάνατο αλλά για το τι θα γίνει μετά από τον θάνατο. Που θα πάει δηλαδή η ψυχή μου η οποία άρχισα να καταλαβαίνω (ο Θεός μου το έδειχνε αυτό) ότι είναι περικυκλωμένη από δαιμόνια και πονηρά πνεύματα  που  την  διεκδικούσανε.  Και σε ένα νησί που βρέθηκα για δουλειά για λίγες μέρες, συνειδητοποίησα ότι είμαι πραγματικά μέσα σε μια κόλαση. Μόλις γύρισα στην Αθήνα πήρα κατευθείαν τον Γιώργο τηλέφωνο και πήγαμε πάλι στην  εκκλησία.  Θυμάμαι  ακόμα  αυτό που είπα μέσα μου μόλις μπήκα. Είπα: «Θεέ μου κλείσε την πόρτα πίσω μου.» Αισθανόμουν ότι με κυνηγούν όλες οι δυνάμεις της κολάσεως. Αυτή την φορά μου  άρεσε  πάρα  πολύ,  καταρχάς  γιατί ένοιωσα  μέσα  μου  ασφάλεια.  Όλοι  οι αδελφοί με αγκαλιάσανε με πολύ αγάπη και μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση οι αδελφές που ήταν απίστευτα σεμνές. Ειδικά σε σχέση με μένα βέβαια. Αισθανόμουν παράξενα κιόλας μέσα σε αυτόν τον λαό. Τον «περίεργο» στα μάτια μου τότε, αυτό λαό.


Το λαό του Θεού. 


Αμήν. Καθώς επέστρεφα σπίτι με τον Γιώργο μου λέει: «Λία ξέρω ότι είσαι πολύ δύσπιστος άνθρωπος. Γι’ αυτό τώρα που θα μείνεις μόνη γονάτισε και ζήτησε από τον Κύριο να έρθει προσωπικά μέσα στην ζωή σου. Άλλωστε μόνο Εκείνος μπορεί να σε ελευθερώσει.» Πήγα σπίτι κι έκανα τα συνηθισμένα πριν να ετοιμαστώ για να ξαπλώσω. Έβαλα ένα ποτήρι κρασί, έστριψα ένα τσιγάρο με χασίς και κάθισα στο καναπέ να ηρεμήσω. Άρχισα τότε για πρώτη φορά να σκέφτομαι μέσα μου και να συζητάω με τον εαυτό μου. Αυτό δεν το έκανα ποτέ, δεν ήθελα να σκέφτομαι, και γι’ αυτό μόλις ξεκινούσε να νυχτώνει άρχιζα να πίνω πολύ και να καπνίζω πολύ γιατί δεν μπορούσα να αντέξω τις σκέψεις μου. Άρχισα να σκέφτομαι λοιπόν και να λέω: «Πως ελευθερώθηκε ο Γιώργος; Πως ελευθερώθηκε η  Κατερίνα;  Μήπως  υπάρχει  ο  Θεός; Μήπως αναστήθηκε ο Χριστός;»


Κατερίνα η γυναίκα του;


Η γυναίκα του ναι. Την είχα γνωρίσει λίγο κι εκείνη. Και όπως τα σκεφτόμουνα όλα αυτά άρχισα σιγά σιγά να ανοίγω στον Θεό την καρδιά μου και να Τον ρωτάω γιατί έγινε το ένα και το άλλο στην ζωή μου. «Γιατί παντρεύτηκα στα 14; Γιατί ξαναπαντρεύτηκα; Γιατί χώρισα;» Και όσο ανεβαίνανε στην καρδιά μου όλα αυτά τα ερωτηματικά έκλαιγα με  αναφιλητά.  Αισθανόμουν  όμως  ότι κάποιος με άκουγε και είχε τον λόγο Του για όλα αυτά που Τον ρώταγα. Ώσπου κατέληξα  στο  εξής:  «Πως  επέτρεψες Θεέ  μου  να  κάνω  ένα  παιδί,  να  είμαι υπεύθυνη για αυτό το παιδί και να είμαι τώρα εξαρτημένη από όλα αυτά που είμαι εξαρτημένη;»  Και λέω: «Αν είσαι ζωντανός να ξέρεις ότι ο μόνος λόγος που θα άξιζε να αλλάξει η ζωή μου είναι αυτό το παιδί.» Εκείνη την ώρα ανοίγει ο ουρανός και βλέπω μια όραση. Βλέπω τον εαυτό μου να πετάει στον ουρανό με λευκά ρούχα και στα αριστερά μου βλέπω το παιδί μου κι αυτό με λευκά ρούχα να με αγκαλιάζει με μια αγάπη παράξενη, πολύ έντονη. Κι ένας άντρας με λευκά ρούχα, χρυσά μαλλιά και το πρόσωπο γεμάτο φως, να μου λέει: «Αν με ζητήσεις και με πιστέψεις Εγώ θα σου την χαρίσω αιώνια.» Ευχαριστώ τον Θεό. Κατάλαβα ότι αυτό που ζω είναι μια δική Του υπόσχεση και εμπειρία και αμέσως γονάτισα και είπα: «Τέσσερα πράγματα σου ζητάω Κύριε. Ελευθέρωσε με από αλκοόλ, τσιγάρο, ναρκωτικά και την επιθυμία του άντρα κι εγώ θα μείνω στα πόδια σου.» Αισθάνθηκα τότε να έρχεται μέσα στο σπίτι ένα περίεργο ρεύμα, ένα αεράκι με κατέκλυσε κι άρχισα να κλαίω. Κοιμήθηκα γαλήνια και χωρίς ουσίες για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια και το πρωί ξύπνησα ελεύθερη από όλα. Πήγα το βράδυ πάλι στην εκκλησία και μου έδωσαν ένα ευαγγέλιο για να διαβάζω. Και μένα όμως αυτό μου είχε βάλει ο Θεός στην καρδιά, να διαβάζω τον λόγο Του για να με ποτίζει. Μου άρεσε πολύ η κοινωνία με τους ανθρώπους της εκκλησίας (τόσο διαφορετικοί από εμένα)  και  μετά  από  δύο δυόμιση μήνες αποφάσισα να βαπτιστώ στο νερό γιατί ήθελα πάρα πολύ να γίνω ένα  πραγματικό  παιδί  του  Θεού. Έψαχνα έναν Πατέρα και ήξερα ότι και ο Θεός ήθελε να το κάνει, να με κάνει παιδί Του δηλαδή. Κι έτσι 15 Οκτώβρη του 2000 βαπτίστηκα στο νερό. Ευχαριστώ τον Θεό είμαι 16 χρόνια τώρα στην εκκλησία και με κρατάει  πάνω  από  όλα  η  δύναμη του Πνεύματος του Αγίου που μου το χάρισε ο Κύριος μετά από έξι μήνες που πίστεψα. Αυτό με έχει στηρίξει πάρα πολύ όπως και η αγάπη των αδελφών.


Με την κόρη σου τι έγινε;


Η  κόρη  μου  για  7  χρόνια  έμεινε  στην  Γερμανία.  Από  το  2000 που αναγεννήθηκα ως το 2007. Τα πρώτα χρόνια δεν ήθελε να έχουμε πάρα πολύ επαφή. Μετά τέλειωσε τις σπουδές της σαν αισθητικός και ήρθε στην Ελλάδα όπου με ευλόγησε κι εμένα ο Κύριος και άνοιξα ένα μαγαζί δικό μου. Το 2006 γνώρισε εδώ έναν Έλληνα, παντρευτήκανε κι έχω τώρα και δύο εγγόνια, 9 χρονών και 5.
Αυτό που σου είπε ο Κύριος ότι θα στην χαρίσει για πάντα;
Αμήν.  Σε  αυτό  μένω.  Έχει  έρθει στην  εκκλησία,  της  έχει  μιλήσει ο Κύριος και μου έχει πει ότι: «Το ξέρω και το καταλαβαίνω ότι είσαι στην αλήθεια όμως εγώ ακόμα δεν μπορώ να ακολουθήσω. Όταν έρθει η ώρα όμως θα προχωρήσω.» Είναι ειλικρινής και περιμένω κι εγώ την ώρα του Θεού. 


Στο χωριό από πότε είσαι;


Από  το  2009.  Οχτώ  χρόνια.  Και από  το  2010  κάνουμε  μια  συνάθροιση  κάθε  μήνα,  με  την  χάρη του Θεού, εδώ στο σπίτι μου. Με τους  αδελφούς  Βαγγέλη  και  Χρήστο Μπαλάσκα. Τώρα ξεκινάμε σιγά σιγά και σε ένα άλλο μέρος πιο κοντά στην Άρτα που έρχονται και κάποιες άλλες ψυχές και θα δούμε τι θα ενεργήσει ο Θεός. Έρχονται και κάποιοι από την συγγένεια μου και ακούνε τον λόγο του Θεού.


Είδαν και την αλλαγή στην ζωή σου.


Ναι βέβαια. Κι εγώ με την χάρη του Θεού μπόρεσα και απεγκλωβίστηκα από τα «γιατί» μου, από τα προσωπικά μου αδιέξοδα και μπορώ και τους βλέπω πλέον με διαφορετικά μάτια. Με τα μάτια του Θεού  πιστεύω  και  πάντα  με  την χάρη Του. Κι εκείνοι εμένα κι έτσι προχωράμε. Έχουμε διάφορες υποσχέσεις από τον Θεό αλλά αυτό που λέω πάντα είναι: «Κύριε κράτα μας μέχρι τέλους». Είναι δύσκολοι καιροί, πονηροί καιροί αλλά η ελπίδα μας είναι στον Κύριο. Που είναι μεγαλύτερος από όλα και που κανείς δεν μπορεί να μας αρπάξει από τα χέρια Του