Skip to main content
play button christianity Ακούστε  |  48kbps  |  96kbps  |
on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Τόνυ Τσαουσλάρι

“Και όπου επερίσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις, ίνα καθώς εβασίλευσεν η αμαρτία διά του θανάτου, ούτω και η χάρις βασιλεύση διά της δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.” Προς Ρωμαίους ε:20-21.Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Τόνυ Τσαουσλάρι από την Αλβανία.

 |  Ομολογίες
tony-tsaouslari

“Και όπου επερίσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις, ίνα καθώς εβασίλευσεν η αμαρτία διά του θανάτου, ούτω και η χάρις βασιλεύση διά της δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.” Προς Ρωμαίους ε:20-21.Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Τόνυ Τσαουσλάρι από την Αλβανία.

Αδελφέ Τόνυ, να πούμε καταρχάς ότι γνώρισες τον Χριστό στην Ελλάδα, όμως ζεις στην Αλβανία και εργάζεσαι για τον Κύριο στην Αλβανία. Σε ποιά πόλη ακριβώς είσαι;

Είμαι σε μια πόλη που λέγεται Πολιτσάν. Βρίσκεται στο Μπεράτι στο νότιο τμήμα της Αλβανίας. Όμως γεννήθηκα το 1971 σε μια άλλη πόλη, την Λούσνια. Εκεί έζησα μέχρι τα 14 μου χρόνια και μετά ήρθαμε στο Πολιτσάν όπου είμαστε μέχρι σήμερα.

Οπότε μεγάλωσες με το προηγούμενο καθεστώς στην Αλβανία, του κομμουνισμού. Σαν παιδί τι είχες ακούσει για τον Θεό; Τι σας διδάσκανε τότε;

Δεν ήξερα για τον Θεό απολύτως τίποτε. Τότε θεός ήτανε για εμάς ο ηγέτης μας, ο Χότζα. Και στα σχολικά βιβλία και παντού, αυτό ήτανε το μήνυμα που μας περνούσανε. Και αλίμονο σε όποιον πίστευε κάτι άλλο κι έλεγε κάτι άλλο, γιατί θα το πλήρωνε ακόμα και με την ζωή του. Εκκλησίες δεν υπήρχανε καθόλου, ούτε επιτρεπότανε και σπίτι σου ακόμα να λατρεύεις τον Θεό, ήμασταν μια ολόκληρη χώρα μέσα στο σκοτάδι. Όλα αυτά μέχρι που έπεσε το καθεστώς και άνοιξαν τα σύνορα. Πολλοί έφυγαν τότε στο εξωτερικό για να δουλέψουνε κι έτσι αποφάσισα κι εγώ, μαζί με ένα φίλο, να πάω στην Ελλάδα. Και πραγματικά ξεκινήσαμε με τα πόδια και φθάσαμε μέχρι την Αθήνα. Ήτανε πολύ δύσκολα βέβαια, περάσαμε πολλά, είναι αυτό που λένε: “μην τα ρωτάς.” Δεν κάθισα όμως τότε πολύ καιρό στην Ελλάδα γιατί αποφάσισα να γυρίσω πίσω να τελειώσω το Πανεπιστήμιο που το είχα αφήσει στη μέση. Τότε συνέβη στη ζωή μου το πρώτο περιστατικό που είχε να κάνει με τον Θεό. Παρόλο που ως τότε δεν γνώριζα τίποτε σχετικό. Όταν πήρα το πτυχίο, πήγαμε με μερικούς φίλους συμφοιτητές κάπου να το γιορτάσουμε. Μόλις ήπια λοιπόν λίγο παραπάνω και ζαλίστηκα, απομακρύνθηκα από τους άλλους κι άρχισα να κλαίω. Και όταν οι φίλοι μου με ρώτησαν τι έχω, τους είπα: “πιστεύω ότι πολύ γρήγορα θα πεθάνω. Στα 27 μου χρόνια θα πεθάνω.” Χωρίς να ξέρω κι εγώ τι λέω.

Πόσο χρονών ήσουνα τότε;

Ήμουνα 22 χρονών. Για να μην στα πολυλογώ, στα 27 μου χρόνια πράγματι πέθανα (“κατά την αμαρτία” όπως λέει ο Λόγος του Θεού) μιας και σε αυτή την ηλικία γνώρισα τον Κύριο και αναγεννήθηκα. Το 1997 έγινε πάλι χαμός στην Αλβανία. Ξεσηκώθηκε ο κόσμος, πήρανε τα όπλα από τις αποθήκες του στρατού και είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Όλοι είχανε κι από ένα όπλο στο χέρι κι όποιος ήθελε να σκοτώσει κάποιον, τον σκότωνε και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Εγώ τότε είχα ένα πολύ ωραίο μηχανάκι, το καλύτερο στην περιοχή, είχα τελειώσει και μια σχολή καράτε και είχα πολλή περηφάνια μέσα μου. Και μια μέρα όπως γυρίζω σπίτι, βλέπω μπροστά μου κάποιον με κουκούλα και με ένα όπλο στα χέρια να με σταματάει. Σκέφτηκα μήπως ένας φίλος μού έκανε πλάκα αλλά τελικά ήτανε κάποιος που ήθελε να μου πάρει το μηχανάκι. Κάθισε πίσω μου, με οδήγησε μακριά, έξω από την πόλη και μετά μου λέει: “τώρα φύγε και μην κοιτάξεις πίσω καθόλου γιατί θα σε σκοτώσω.” Εντωμεταξύ αυτός ο άνθρωπος ήτανε πολύ μεθυσμένος και σε κάποια στιγμή, όπως πηγαίναμε, μου λέει: “σταμάτα, γιατί θέλω να κάνω εμετό.” Και όπως έκανε εμετό, αντί να του δώσω μια και να τον πετάξω κάτω, του κρατούσα το κεφάλι για να τον βοηθήσω. Το σκεφτόμουνα μετά κι απορούσα με τον εαυτό μου αλλά πιστεύω ότι ήτανε από τον Θεό κι αυτό. Πιστεύω ότι έπρεπε αυτός ο άνθρωπος να μου πάρει το μηχανάκι, γιατί αυτό το μηχανάκι ήτανε τότε ο θεός μου.

Το είδωλο σου.

Ναι, η λατρεία μου. Δεν άφηνα κανέναν άλλο να το ακουμπήσει. Από την ώρα όμως που μου το κλέψανε, σαν να έγινε κάτι μέσα στην καρδιά μου κι ελευθερώθηκα. Κι από τότε ξεκίνησε ο Θεός το έργο Του στη ζωή μου. Πήγα στην αστυνομία, το κατήγγειλα, αλλά ήταν έτσι η κατάσταση εκείνες τις μέρες που δεν μπορούσανε να κάνουνε πολλά πράγματα. Και τότε, ένας φίλος μού πρότεινε να πάω σε ένα χωριό να βρω μια κοπέλα που ήτανε μάγισσα για να με βοηθήσει. Την συνάντησα, της είπα τι έγινε και μου λέει: “θα πας “εκεί” και θα το βρεις.” Και με έστειλε σε κάποιο μέρος όπου δεν βρήκα τελικά τίποτε. Όμως -για να μην στα πολυλογώ-αυτή τη κοπέλα, την μάγισσα, τελικά την παντρεύτηκα. Και μαζί γνωρίσαμε μετά τον Κύριο, είναι η σημερινή γυναίκα μου η Μαίρη.

Δεν περίμενα να μου πεις κάτι τέτοιο. Πραγματικά ο Θεός εργάζεται με θαυμαστούς τρόπους στη ζωή του ανθρώπου.

Δόξα στον Θεό. Όμως η κατάσταση της τότε ήτανε πολύ δύσκολη, γιατί είχε ένα δαιμόνιο μέσα της που την ταλαιπωρούσε συνέχεια. Δεν την άφηνε καθόλου να φάει, της έλεγε να μην φάει το ένα, να μην φάει το άλλο και αυτό το πνεύμα ήτανε μέσα της από μικρό παιδί. Έβγαζε όμως πολλά λεφτά με τις μαγείες. Κάποια στιγμή, αν και εκείνη δεν ήθελε να φύγω, αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα που ήτανε ο αδελφός μου ο Ντίνος. Ο αδελφός μου ήτανε πιστός, μου μιλούσε για τον Χριστό. αλλά αντιδρούσα και δεν δεχόμουνα αυτά που μού έλεγε. Είχε όμως ένα πολύ ήσυχο και ταπεινό πνεύμα και δεν με κοντράριζε. Πήγα μια φορά και στην εκκλησία που πήγαινε, στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής στην Καλλιθέα αλλά μέχρι να τελειώσει το κήρυγμα, δεν πέρναγε η ώρα με τίποτε. Και είπα στον αδελφό μου: “μην μου πεις να ξανάρθω, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση.” Μέχρι που ένα απόγευμα που ήμουνα μόνος στο σπίτι, πήρα στα χέρια μου μια Καινή Διαθήκη, που είχε δίπλα στο κρεβάτι κι άρχισα να την ξεφυλλίζω. Κι άνοιξα στην τύχη κι άρχισα να διαβάζω από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο κι από το δεκατέσσερα κεφάλαιο. Εκεί που λέει ο Φίλιππος στον Χριστό: “Κύριε δείξε σε εμάς τον Πατέρα...” και ο Χριστός λέει: “...όποιος είδε εμένα είδε τον Πατέρα.” Μόνο αυτά τα λίγα εδάφια διάβασα και μετά, χωρίς να ξέρω καν πως προσεύχονται, έπεσα κατευθείαν στα γόνατα. Κι έλεγα: “Κύριε συγχώρεσε με... Κύριε είμαι αμαρτωλός... Κύριε είμαι απατεώνας... Κύριε είμαι κλέφτης...” Τα είπα όλα στον Θεό εκείνο το βράδυ, τα εξομολογήθηκα όλα. Και όταν σηκώθηκα, ο Χριστός είχε πάρει όλο το βάρος της αμαρτίας μέσα από την ψυχή μου.

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή σου που διάβασες την Καινή Διαθήκη;

Η πρώτη φορά που πήρα αυτό το βιβλίο μόνος μου και άρχισα να το διαβάζω. Κι εκείνη τη μέρα έγινε η αναγέννηση μου. Ένιωθα μέσα μου τόσο ελεύθερος και τόσο ανάλαφρος που δεν μπορώ να σου περιγράψω. Όταν γύρισε ο αδελφός μου και με είδε, χωρίς να του πω τίποτε, αμέσως κατάλαβε τι είχε γίνει και με αγκάλιασε. Το πρόσωπο μου έλαμπε από χαρά. Μετά ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε μαζί στην εκκλησία και πήρα κι εγώ την απόφαση να βαπτιστώ στο νερό και να κάνω αυτό που λέει στον Λόγο του Θεού: “όποιος πιστεύσει και βαπτιστεί θα σωθεί.” Δεν πέρασε πολύς καιρός -ίσως ένας μήνας- και όπως διάβαζα μια μέρα την Αγία Γραφή, με οδήγησε ο Θεός στην Αποκάλυψη και στο σημείο που λέει: “Οι δε δειλοί και άπιστοι και βδελυκτοί και φονείς και πόρνοι και μάγοι και ειδωλολάτραι και πάντες οι ψεύσται θέλουσιν έχει την μερίδα αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη με πυρ και θείον”. Μόλις το διάβασα αυτό, κάτι χτύπησε δυνατά μέσα στην καρδιά μου. Γιατί, όπως σου είπα πριν, η γυναίκα μου ήτανε μάγισσα. Μίλησα με τον ποιμένα της εκκλησίας και μου είπε ότι θα προσευχηθεί όλη η εκκλησία ώστε ο Κύριος να είναι μαζί μου και να με οδηγήσει. Και θυμάμαι την τελευταία Κυριακή πριν φύγω, μου μίλησε ο Κύριος με προφητεία στην εκκλησία και μου είπε πως: “εκεί που πας, σε στέλνω Εγώ.” Γύρισα στην Αλβανία, η γυναίκα μου έλλειπε από το σπίτι, ήτανε στο πατρικό της και ασχολιότανε πάλι με τις μαγείες. Και ήτανε πολλοί άνθρωποι και την περιμένανε. Μπήκα μέσα και με κοίταξαν όλοι με περιέργεια, γιατί ήμουνα διαφορετικός από ότι με ξέρανε πριν. Τα μαλλιά μου κοντά (πριν αναγεννηθώ τα είχα μακριά) το πρόσωπο μου ήρεμο και ο πεθερός μου, είπε πως: “μάλλον θα τον έβαλαν φυλακή στην Ελλάδα τον Τόνυ και τον ταλαιπωρήσανε, γι’ αυτό είναι έτσι.” Το αντίθετο είχε γίνει βέβαια, με είχε ελευθερώσει ο Θεός από την φυλακή.

Από την φυλακή της αμαρτίας.

Ναι, δόξα στον Θεό. Μπήκα στο δωμάτιο που ήτανε η γυναίκα μου και της λέω: “όταν τελειώσεις με όλους αυτούς τους ανθρώπους που σε περιμένουν, μετά σε περιμένω κι εγώ, γιατί έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.” Περίμενα δύο ώρες περίπου και μετά την πήρα και πήγαμε μια βόλτα μακρινή, έξω από το χωριό. Και της λέω: “Μαίρη, έχω πιστέψει στον Θεό που έφτιαξε τον ουρανό και την γη και Αυτός λέγεται Ιησούς Χριστός. Και τώρα, ο Κύριος μου, δεν είναι ο κύριος που έχεις εσύ μέσα σου. Αν θέλεις να συνεχίσουμε μαζί, πρέπει να έχουμε τον ίδιο Κύριο.” Και πολύ απλά, μου λέει: “εντάξει Τόνυ, θα πιστέψω κι εγώ εκεί που πιστεύεις κι εσύ, στον Ιησού Χριστό.” Σε αυτό το σημείο θέλω να πω κάτι, για το καταλάβεις κι εσύ αλλά και όσοι θα διαβάσουν την ομολογία μου. Εκείνες τις στιγμές δεν ένιωθα ότι μιλούσα εγώ, ήτανε όλα ενέργεια του Θεού. Γυρίσαμε στο σπίτι μας και το βράδυ, στο δωμάτιο, της λέω: “τώρα θα γονατίσουμε και ότι θα πω εγώ, θα το πεις κι εσύ.” Και λέω: “Κύριε Ιησού Χριστέ, συγχώρεσε με κι εμένα...” Το λέει μετά κι εκείνη: “Κύριε Ιησού Χριστέ, συγχώρεσε με κι εμένα...” .....”Το αίμα Σου θέλω να με καθαρίσει από κάθε αμαρτία....” Μόλις το είπε κι αυτό αδελφέ, δεν μπορούσε να σταθεί ούτε στα γόνατα και την σήκωσα και την έβαλα στο κρεβάτι.

Και ελευθερώθηκε τότε από το πονηρό πνεύμα;

Μάλλον. Θα σου πω όμως και τι έγινε στη συνέχεια. Μετά από λίγες μέρες αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα και ξεκινήσαμε μαζί να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Εγώ βαπτίστηκα στο νερό τον Σεπτέμβριο του 1998, η γυναίκα μου πρέπει να βαπτίστηκε δύο μήνες μετά, τον Νοέμβριο. Εκείνες τις μέρες γινόντουσαν σε όλες τις εκκλησίες της Ελλάδας προσευχές για να βαπτίσει ο Κύριος με Πνεύμα Άγιο. Κι ένα βράδυ, γύρω στις 11, όπως ήμασταν στην προσευχή στην εκκλησία, ήρθε η παρουσία του Θεού και με βάπτισε κι εμένα. Άρχισα να γλωσσολαλώ και ήμουνα σαν να πετάω. Τόσο χαρά και αγάπη είχα στην καρδιά μου. Μετά από λίγο, η γυναίκα μου, που ήταν γονατισμένη δίπλα μου, άρχισε να φωνάζει: “Κύριε, Ιησού Χριστέ... Κύριε Ιησού Χριστέ...” ήρθανε οι πρεσβύτεροι, έβαλαν τα χέρια τους επάνω της κι εκείνη την στιγμή βαπτίστηκε κι εκείνη με Πνεύμα Άγιο κι άρχισε να μιλάει σε ξένες γλώσσες. Κι έγινε πιστεύω, αυτό που λέει η Αγία Γραφή: «εκεί που επερίσσευσε η αμαρτία, υπερεπερίσσευσε η χάρη του Θεού.» Ευχαριστώ και δοξάζω τον Κύριο για όσα έκανε και κάνει και θα συνεχίσει να κάνει στη ζωή μου και στην οικογένεια μου.

Στην Αλβανία πως πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε;

Καθίσαμε τότε στην Ελλάδα οχτώ μήνες. Και όταν ήρθε ο Ιούλιος, μου λέει η γυναίκα μου: “Τόνυ θέλω να γυρίσουμε στην Αλβανία.” Εγώ ούτε να το ακούσω δεν ήθελα. Είχαμε βρει και δουλειά στην Ελλάδα, δουλεύαμε και οι δύο, όμως η γυναίκα μου επέμενε. Σκέφτηκα να φύγει εκείνη κι εγώ να μείνω, τα έφερε όμως έτσι ο Θεός και τελικά γυρίσαμε μαζί. Εγώ όμως με πολλή στενοχώρια. Δουλειά δεν είχα, είχα μόνο μερικές κατσίκες και τις έβγαζα να βοσκήσουν πάνω στο βουνό. Εκκλησία δεν υπήρχε κοντά μας, όμως διάβαζα πολύ την Αγία Γραφή και ο Κύριος με γέμιζε με το Πνεύμα Του. Κι εγώ Του έλεγα: “Γιατί Κύριε με έφερες εδώ;” Με κλάμα και με πόνο στη καρδιά μου. Κι ένα μεσημέρι που είχε πολλή ζέστη και μόλις είχα φέρει τις κατσίκες πίσω και μπήκα στο σπίτι και ξάπλωσα, χτυπάει η πόρτα και ήτανε τρείς κοπέλες. Μαζί με την αδελφή μου την μικρή. Και μου λένε: “Τόνυ, έχουμε ακούσει ότι πιστεύεις στον Χριστό και θέλουμε να μας μιλήσεις για το ευαγγέλιο.” Τα έχασα. Τους λέω: “δεν μπορώ, δεν ξέρω πολλά πράγματα”. Επέμεναν όμως και η μια κοπέλα έβγαλε κι ένα κλειδί από την τσέπη της και μου λέει: “έχουμε κι ένα χώρο που μπορούμε να μαζευόμαστε.” Πήγαμε και ήταν ένα σπίτι με ένα δωμάτιο, όπου μαζευτήκανε έξι με επτά κορίτσια (η μεγαλύτερη 14 χρονών) και μαζί κι ένα αγόρι 12 χρονών.

Μόνο παιδιά;

Ναι, η πρώτη εκκλησία εδώ, ήταν εκκλησία με παιδιά. Ξεκίνησα να τους μιλάω αλλά κόλλαγε η γλώσσα μου και δεν μπορούσα: “Ο Θεός μάς αγαπάει... ο Χριστός μάς αγαπάει.....” Κάτι προσπαθούσα να πω αλλά δεν τα κατάφερνα και κάποια στιγμή, μου βάζει ο Θεός στην καρδιά να τους πω για το Πνεύμα το Άγιο:: “Αν εμείς τώρα γονατίσουμε και προσευχηθούμε, ο Θεός μπορεί να μας γεμίσει με το Πνεύμα το Άγιο.” Όλοι τότε γονατίσαμε και μετά από λίγα λεπτά άκουσα μέσα μου μια φωνή: “Τόνυ, φθάνει όσο μίλησες εσύ, τώρα θα μιλήσω Εγώ.” Και την ίδια στιγμή βαπτίζεται η αδελφή μου με Πνεύμα Άγιο. Άρχισε να μιλάει σε ξένες γλώσσες, να δοξάζει, να κλαίει και μαζί της και τα άλλα παιδιά. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο έργο του Θεού. Από εκείνη τη μέρα, δεν ξέρω πως έγινε και όλα τα παιδιά του χωριού που ήμασταν (γιατί δεν ήμασταν τότε στο Πολιτσάν, ήμασταν σε ένα χωριό δίπλα) όλα τα παιδιά του χωριού ήρθανε στην εκκλησία και άκουσαν τον Λόγο του Θεού. Εκκλησία, ονομάζω το δωμάτιο που μαζευόμασταν και που καθόμασταν όλοι κάτω γιατί δεν είχε καρέκλες. Στα γόνατα τούς μιλούσα, στα γόνατα προσευχόμασταν, στα γόνατα υμνούσαμε και ο Θεός συνέχισε να βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο πολλά από τα παιδιά.

Και όπως βλέπουμε και μέσα στην Αγία Γραφή, στον Θεό αρέσει η απλότητα.

Αμήν. Και λέει στον Λόγο Του πως αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά δεν θα μπούμε στην βασιλεία των ουρανών. Μετά όμως άρχισε ο διωγμός . Κάποια παιδιά, οι γονείς τους τα χτύπησαν, μετά έπιασαν τον πατέρα μου, του έκαναν παράπονα και με απείλησε πως αν δεν σταματήσω αυτό που κάνω θα με διώξει από το σπίτι. Ήτανε θυμάμαι χειμώνας και μόλις είχαμε κάνει και τον πρώτο μας γιό. Από τότε και ο πατέρας μου και η μητέρα μου άρχισαν να μη μας φέρονται καλά και τελικά μια μέρα, μας πέταξαν έξω. Ευχαριστούμε όμως τον Θεό γιατί δεν μας άφησε. Στην αρχή με βοήθησε ο αδελφός μου που ήτανε στην Αγγλία, μου έστειλε κάποια χρήματα και μπορέσαμε να πάμε σε ένα σπίτι. Μετά, έπιασα δουλειά στο σχολείο στο Πολιτσάν σαν δάσκαλος, όπου είμαι ακόμα, και ο Κύριος μας χάρισε άλλα τρία παιδιά. Έχουμε τώρα δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Δόξα στον Θεό για όλα. Κάποια στιγμή μίλησα στο τηλέφωνο και με τον αδελφό μου τον Ντίνο, του είπα πως ο Θεός έχει βαπτίσει πολλά παιδιά με Πνεύμα Άγιο και ήρθανε και μας επισκεφτήκανε αρκετά αδέλφια από την εκκλησία στην Ελλάδα. Και έβαλαν οι πρεσβύτεροι τα χέρια τους επάνω μου και με χειροτόνησαν διάκονο. Μετά από ένα χρόνο, μας επισκέφτηκαν πάλι, το έργο του Θεού είχε προχωρήσει, και με χειροτόνησαν πρεσβύτερο. Ευχαριστούμε τον Θεό γιατί και στο Πολιτσάν, που ήμαστε τώρα, έχει ανοίξει ο Θεός μια εκκλησία και σε μια άλλη πόλη, μια ώρα μακριά, υπάρχει μια εκκλησία που πηγαίνουμε κάθε Κυριακή.

Αυτά τα παιδιά που βαπτίστηκαν τότε με Πνεύμα Άγιο έχουνε μείνει στον Χριστό;

Κάποια μείνανε, κάποια έχουνε φύγει, κάποια τα επέστρεψε ο Θεός τώρα τελευταία. Έτσι συνεχίζεται το έργο του Θεού με την δύναμη του Πνεύματος του Αγίου και μέχρι τώρα μας κρατάει ο Θεός. Η χάρη του Θεού. Αυτή είναι η ομολογία μου και δοξάζω τον Θεό για ότι έχει κάνει στην ζωή μου, στην οικογένεια μου και στο έργο του Θεού εδώ στην Αλβανία. Πέρασα και μια περιπέτεια με την υγεία μου πρόσφατα, πίστεψα ότι ήρθε η ώρα να με πάρει ο Κύριος, χαιρέτησα την γυναίκα μου, τα παιδιά μου, αλλά τελικά ο Θεός θέλησε να ζήσω κι άλλο. Κατάλαβα όμως ότι πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Ό Χριστός είπε: “Γίνεσθε έτοιμοι.” Αν έρθει απόψε ο Κύριος στη συνάντηση μας, να μην κουβαλάμε τίποτε, να είμαστε ελεύθεροι από όλα τα πράγματα του κόσμου, από κάθε επιθυμία, από κάθε βάρος, για να μπορέσουμε να πετάξουμε και να βρεθούμε στη βασιλεία των ουρανών.