Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την λανθασμένη πεποίθηση ότι ο Θεός είναι για εμάς κάτι πολύ μακρινό και απρόσιτο. Και πως για να μπορέσει να έρθει κάποιος σε επαφή μαζί Του χρειάζεται να ασκητέψει και ν’ αγωνιστεί χρόνια.
«Είπε δε προς αυτούς: Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία, αλλά θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το Άγιον Πνεύμα εφ’ υμάς και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γής.» Πράξεις α' ́ 08
«Ημείς δε καταβάντες πρότεροι εις το πλοίον, απεπλεύσαμεν εις την Άσσον, μέλλοντες να αναλάβωμεν εκείθεν τον Παύλον, επειδή ούτως είχε διατάξει, μέλλων αυτός να υπάγη πεζός. Και καθώς συνήντησεν ημάς εις την Άσσον, αναλαβόντες αυτόν ήλθομεν εις Μυτιλήνην.
Είναι Γενάρης του 1986 και η εφημερίδα “Χριστιανισμός” ξεκινάει την μηνιαία πανελλαδική κυκλοφορία της. Στο πρώτο της φύλλο, δημοσιεύεται μεταξύ άλλων και η μαρτυρία ενός πολύ νέου τότε χριστιανού, του Παναγιώτη Βλασσόπουλου.
«Και έκαμεν ο Θεός τα ζώα της γης κατά το είδος αυτών, και τα κτήνη κατά το είδος αυτών, και παν ερπετόν της γης κατά το είδος αυτού. Και είδεν ο Θεός ότι ήτο καλόν» (Γένεσις α’ 25).
Καθώς διαβαίνουμε το κατώφλι ακόμη ενός χρόνου δεν μπορούμε παρά να ευχαριστήσουμε εκ καρδίας τον Κύριο για την μακροθυμία Του. Παρότι η γνώση έχει πράγματι πληθυνθεί (Δανιήλ 12:4), ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν ήταν φορτωμένη με τόσα προβλήματα, πραγματικά αδιέξοδα.
Πόση διάρκεια μπορεί να έχει ένας διάλογος μεταξύ δύο ανθρώπων πίσω από ένα κόκκινο φανάρι; Ένα, δύο, δυόμισι λεπτά; Είναι δυνατόν μέσα σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα να ειπωθούν αλήθειες που η αποδοχή τους ή όχι να κρίνει το αιώνιο μέλλον του καθενός μας;