Αντώνης Παπαγιαννάκης και Ελισάβετ Λέκκα
”Αλλ' ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί,ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.” Προς Ρωμαίους ε΄8.

”Αλλ' ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί,ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών.” Προς Ρωμαίους ε΄8.
Αυτό το μήνα, θα μας δώσουν την μαρτυρία τους για τον Χριστό, τα αδέλφια μας Αντώνης Παπαγιαννάκης και Ελισάβετ Λέκκα.
Αδελφή Ελισάβετ ξεκινάμε με την δική σου ομολογία, όπως μου το ζητήσατε.
Καλησπέρα αδελφέ μου. Το όνομα μου είναι Ελισάβετ Λέκκα κι έχω γεννηθεί μέσα στην εκκλησία (στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) από γονείς πιστούς. Μεγαλώνοντας όμως, δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πράγματα του Θεού, παρόλο που ο Κύριος είχε κάνει κάποιες θαυμαστές επισκέψεις μέσα στη ζωή μου. Όταν ήμουν σε ηλικία 14 χρονών, είχε έρθει η γιαγιά μου για να μείνει μαζί μας λίγες μέρες. Η γιαγιά μου είναι πιστή και είναι εκείνη που μας μίλησε για τον Χριστό. Κι ένα απόγευμα που ήμασταν μόνες στο σπίτι, μου λέει: “Ελισάβετ, θέλεις να γονατίσουμε να ζητήσεις το Πνεύμα το Άγιο;” Εγώ δεν είχα καμία όρεξη βέβαια, εκείνη την ώρα έπαιζα κι ένα παιχνίδι στον υπολογιστή, αλλά επειδή την αγαπούσα την γιαγιά, δέχτηκα. Ξεκίνησα λοιπόν μαζί της, να δοξάζω τον Θεό, και είδα τότε μια όραση. Είδα τον Χριστό να χτυπάει μια πόρτα και κατάλαβα ότι ήταν η πόρτα της καρδιάς μου. Άπλωσα το χέρι μου για να Του ανοίξω και εκείνη την στιγμή με επισκέφτηκε ο Κύριος με πάρα πολλή δύναμη και με βάπτισε στο Πνεύμα το Άγιο. Βαπτίστηκα λίγο μετά και στο νερό αλλά καθώς πέρασε ο καιρός, με έλκυσαν πάλι τα πράγματα του κόσμου. Κι έλεγα πως όταν γίνω 18 χρονών θα φύγω από την εκκλησία για να ζήσω όπως θέλω εγώ. Και πράγματι, μόλις ενηλικιώθηκα, είπα στους γονείς μου ότι δεν θα ξαναπάω στην εκκλησία κι επειδή ήθελα να ζήσω χωρίς κανέναν έλεγχο, έψαξα να βρω και μια δουλειά ώστε να νοικιάσω σπίτι μόνη μου. Ξεκίνησα λοιπόν να δουλεύω σε διάφορα νυχτερινά μαγαζιά σαν σερβιτόρα κι έκανα πολύ γρήγορα και μια σχέση με έναν άνθρωπο που γνώρισα μέσα σε αυτό τον χώρο. Εκείνος ήταν χρήστης ουσιών, όμως δεν το είχα καταλάβει στην αρχή, καθώς δεν ήξερα καθόλου από αυτά τα πράγματα. Μετά το κατάλαβα βέβαια και θέλησα να χωρίσω, αλλά δεν με άφηνε να φύγω με τίποτε. Πότε με υποσχέσεις ότι θα αλλάξει, πότε με τη βία, με ανάγκαζε τελικά να μένω μαζί του. Με χτυπούσε, μου μιλούσε άσχημα, πολλές φορές (γιατί μέναμε και μαζί) με κλείδωνε μέσα στο σπίτι για να μην βγω έξω... ήταν αυτό που λέμε, μια τοξική σχέση. Τελικά βρήκα κάποια στιγμή την δύναμη να φύγω, όμως όλη αυτή η κακοποίηση που πέρασα, μου άφησε ψυχολογικά προβλήματα. Είχα κατάθλιψη, πάθαινα συχνά κρίσεις πανικού κι όποτε έβλεπα να γίνεται κάποιος καυγάς (είτε στο μαγαζί που δούλευα, είτε αλλού) λιποθυμούσα κατευθείαν. Και όμως δεν επέστρεφα στον Χριστό, και ούτε καν το σκεφτόμουνα να επιστρέψω.
Αυτό θα σε ρωτούσα τώρα.
Έβγαινα έξω, διασκέδαζα, όμως όταν γυρνούσα στο σπίτι ένιωθα πάντα θλίψη κι έκλαιγα. Και για να μπορέσω να κοιμηθώ έπρεπε να πιώ πριν, γιατί δεν είχα ειρήνη μέσα μου. Εκείνο τον καιρό, με πλησίασαν κάποιοι γείτονες, Μάρτυρες του Ιεχωβά και μου πρότειναν να πάω σε μια συνάθροιση τους. Πήγα πράγματι σε ένα κήρυγμα τους κι όπως τους άκουγα, είπα μέσα μου: “Που είναι η αλήθεια του Θεού τελικά;” Κι άκουσα μέσα μου μια φωνή: “Η αλήθεια Μου είναι, εκεί που είναι το Πνεύμα Μου το Άγιο.” Σηκώθηκα τότε κατευθείαν κι έφυγα. Λίγο καιρό μετά, θέλοντας να διακόψω κάθε σχέση με την εκκλησία που μεγάλωσα, κανόνισα με μια φίλη μου, φανατική θρησκευόμενη, να πάω και να βαπτιστώ στην επικρατούσα θρησκεία. Ώστε να αλλάξω και τα χαρτιά μου ακόμα. Εντωμεταξύ, με παρακολουθούσε τότε μια ψυχολόγος, η οποία μου έλεγε ότι όλα τα ψυχολογικά προβλήματα που έχω, είναι εξαιτίας της εκκλησίας και του τρόπου που μεγάλωσα. Ενώ συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο βέβαια. Η απομάκρυνση μου, από τον Θεό και την εκκλησία, είχε προκαλέσει όλα τα προβλήματα. Το βράδυ λοιπόν της προηγούμενης μέρας που θα με βάπτιζαν, βλέπω στον ύπνο μου τον εχθρό της ψυχής, να είναι μέσα σε φλόγες και να με καλεί να πάω κοντά του. Ξύπνησα με πολλή ταραχή και είπα σε αυτή τη κοπέλα ότι δεν θα κάνω τελικά αυτό που είχαμε κανονίσει.
Φαίνεται απίστευτο πραγματικά, ότι ενώ είχες γνωρίσει από μικρή την αλήθεια, είχες βαπτιστεί και με Πνεύμα Άγιο, αναζητούσες να βρεις κάτι άλλο.
Τώρα καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζεις τον Λόγο του Θεού. Γιατί δυστυχώς εγώ δεν είχα διαβάσει ως τότε την Αγία Γραφή και με το μυαλό μου σκεπτόμουνα κι έλεγα: “Γιατί να είναι η αλήθεια στην εκκλησία που μεγάλωσα και να μην είναι κάπου αλλού;” Και ίσως τελικά και να έψαχνα κάπου να πάω, όπου θα ζούσα μια κοσμική ζωή, έχοντας ταυτόχρονα και τη συνείδηση μου αναπαυμένη ότι είμαι εντάξει με τον Θεό. Να φθάσω όμως στο τελικό σημείο της ομολογίας μου, στο σημείο της επιστροφής μου. Ήμουν μια μέρα στο σπίτι και σκεφτόμουν ότι κι αν ακόμα γυρνούσα στην εκκλησία, τα αδέλφια δεν θα με δεχόντουσαν ποτέ, γιατί έχουν μάθει όλοι τη ζωή που κάνω (και μέσα από τα σόσιαλ μίντια) και θα είμαι για πάντα στιγματισμένη. Κι όπως ήμουν βυθισμένη στους διαλογισμούς μου, άκουσα μέσα μου την φωνή του εχθρού: “Τα έχεις δοκιμάσει όλα και δεν βρήκες την ευτυχία, το να γυρίσεις πίσω στον Χριστό δεν γίνεται, άρα το μόνο που σου μένει είναι να δώσεις τέλος στη ζωή σου.” Κι όπως πήγαινα εκείνη την στιγμή να κόψω τις φλέβες μου, ακούω πεντακάθαρα και πάρα πολύ δυνατά την φωνή του Θεού, να μου λέει: “Εγώ σου έδωσα τη ζωή, δεν μπορείς εσύ να την πάρεις πίσω.”
Στα αυτιά σου άκουσες αυτή την φωνή;
Ναι, στα αυτιά μου πεντακάθαρα, ούτε στη καρδιά μου, ούτε μέσα στο μυαλό μου. Άρχισα τότε να κλαίω και να φωνάζω: “Ιησού, ελευθέρωσε με, εγώ δεν μπορώ να ελευθερωθώ μόνη μου...” Κι εκείνη την ώρα, αυτό που έγινε ήταν απίστευτο. Ήταν σαν να πάτησε ο Κύριος ένα κουμπί κι άλλαξαν, σε μια στιγμή, όλα μέσα μου. Δεν ήθελα πλέον τίποτε από την παλιά μου ζωή. Το σπίτι που ζούσα, το έβλεπα και το σιχαινόμουνα, σκεφτόμουν ότι έπρεπε τη νύχτα να πάω για δουλειά και δεν ήθελα με τίποτε. Πήρα το αφεντικό μου τηλέφωνο και του λέω: “Δεν ξανάρχομαι, γνώρισα τον Χριστό.” Και του το έκλεισα. Είπα στη σπιτονοικοκυρά ότι φεύγω, παράτησα εκεί κρεβάτια, έπιπλα και παίρνοντας μόνο τα ρούχα μου, επέστρεψα στο σπίτι των γονιών μου. Το πρώτο που έκανα, ήταν να βρω την Αγία Γραφή που είχα μικρή, να κλειστώ σε ένα δωμάτιο και να διαβάζω ασταμάτητα. Είπα τότε: “Κύριε, πες μου κάτι...” κι ανοίγοντας την Γραφή, χωρίς να κοιτάω, έπεσα στο νδ΄κεφάλαιο του προφήτη Ησαία: “Μη φοβού διότι δεν θέλεις καταισχυνθεί, μηδέ εντρέπου διότι δεν θέλεις αισχυνθεί, διότι θέλεις λησμονήσει την αισχύνην της νεότητος σου...”
Ήταν ο φόβος που είχες, ότι δεν θα σε δεχτούν τα αδέλφια αν επιστρέψεις.
Ναι, κι εκεί κατάλαβα ότι πρέπει να ξαναπάω στην εκκλησία. Δεν πήγα όμως στην εκκλησία στο Περιστέρι που μεγάλωσα, αλλά πήγα στη Πετρούπολη, γιατί ήθελα να κάνω μια νέα αρχή. Κι όπως είμαι έξω από την είσοδο κι ετοιμάζομαι να μπω, αρχίζουν πάλι οι διαλογισμοί: “Τώρα που θα μπεις, θα κοιτάνε όλοι τα τατουάζ που έχεις, φύγε καλύτερα...” Όμως είπα: “Όχι, θα μπω” και την στιγμή που έμπαινα, ο αδελφός που μιλούσε στον άμβωνα έλεγε: “Μην λες ότι δεν μπορείς, κάνε εσύ το πρώτο βήμα κι άσε τον Κύριο να κάνει τα υπόλοιπα.” Εκεί τα ξέχασα όλα κι έκλαιγα. Στο κήρυγμα έκλαιγα, στους ύμνους έκλαιγα, και μετά, στην προσευχή, με επισκέφτηκε το Πνεύμα το Άγιο με πάρα πολλή δύναμη (γιατί το είχα σβήσει μέσα στην αμαρτία) με αναζωπύρωσε κι έτσι ξεκίνησα πάλι να ζω με τον Κύριο. Αγάπησα πλέον πολύ τον Λόγο του Θεού (από εκεί που μικρή δεν διάβαζα καθόλου) αγάπησα πολύ την προσευχή, αγάπησα πολύ την εκκλησία και να πω ότι με στήριξαν πάρα πολύ τα αδέλφια στη Πετρούπολη στα πρώτα μου βήματα. Ξεκίνησα μετά να πηγαίνω σε όλα τα συνέδρια νεολαίας, σε όλες τις κοινωνίες, γιατί ήθελα όλα αυτά που είχα στερηθεί τόσα χρόνια, να τα ζήσω και να τα απολαύσω στο έπακρο. Κάπως έτσι γνώρισα και τον Αντώνη. Είχα πάει σε μια συνάντηση νέων στην εκκλησία του Παγκρατίου κι εκεί έκανε την ομολογία του στον άμβωνα. Όπως τον άκουγα, καταλάβαινα ότι έχουμε πολλά κοινά βιώματα κι ανέβηκε τότε στη καρδιά μου ότι: “Μήπως αυτός ο άνθρωπος είναι για μένα;” Το έφερα μετά ενώπιον του Θεού, στο ταμείο μου, στην προσευχή και ο Κύριος άρχισε να μου μιλάει και να μου δείχνει πράγματα. Μου έλεγε ότι είναι από Εκείνον, αλλά μου έλεγε να κάνω υπομονή, να περμένω την ώρα τη δική Του. Δεν ξέρω αν θέλει να πει κάτι ο Αντώνης πάνω σε αυτό...
Αδελφέ Αντώνη, ξεκίνα αν θέλεις κι εσύ από αυτό το σημείο και μετά θα πάμε στην αρχή της ομολογίας σου.
Ναι, αμήν. Είχε λοιπόν πράγματα από τον Θεό η Ελισάβετ για μένα, η αλήθεια είναι ότι είχα κι εγώ -από την πρώτη στιγμή- όμως πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να προχωρήσω. Κι αυτό, γιατί είχα κάποιους δισταγμούς μέσα μου, κάποιους φόβους. Με βοήθησε όμως πολύ ένας αδελφός μας πρεσβύτερος, όταν συζήτησα μαζί του αυτό το θέμα. Μίλησα τελικά στην Ελισάβετ και μπήκαμε μετά μαζί, σε έναν αγώνα εκζήτησης της οδηγίας του Θεού. Και πολύ γρήγορα, έχοντας βεβαιότητα και ειρήνη μέσα μας, δώσαμε λόγο, και μετά από τέσσερεις μήνες παντρευτήκαμε. Να ξεκινήσω όμως κι εγώ την ομολογία μου. Είμαι, όπως και η Ελισάβετ, γεννημένος μέσα στην εκκλησία, όταν όμως ήμουν πολύ μικρός, πέντε χρονών περίπου, οι γονείς μου απομακρύνθηκαν από τον Θεό.
Έχεις κάποιες αναμνήσεις από την εκκλησία μέχρι τα πέντε χρόνια;
Όχι κάτι ιδιαίτερο. Ήξερα όμως πάντα μέσα μου ότι αυτή είναι η αληθινή εκκλησία του Χριστού. Ο Θεός πιστεύω το είχε κάνει αυτό. Όταν ήμουν σε ηλικία 12 χρονών οι γονείς μου χωρίσανε κι έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι. Και αργότερα έφυγε κι από την Αθήνα, μιας και βρήκε δουλειά σε άλλη πόλη. Βέβαια πάντα μας έπαιρνε τηλέφωνο, μιλούσαμε, ερχότανε να μας δει, αλλά εγώ έχασα το αντρικό πρότυπο μέσα από την οικογένεια. Και χάθηκε και ο πατρικός έλεγχος κιόλας, γιατί μεγαλώνοντας άρχισα να παίρνω άσχημο δρόμο και η μητέρα μου δεν μπορούσε να με συγκρατήσει. Από 14 χρονών άρχισα το τσιγάρο, δοκίμασα και χασίς από πολύ μικρός (γιατί έκανα παρέα με μεγαλύτερους) και μετά στο Λύκειο γίνανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Ήμουν όμως πάντα, πολύ δημοφιλής σαν παιδί, στο σχολείο με εκλέγανε στα πενταμελή, στα δεκαπενταμελή συμβούλια κι εκείνο τον καιρό ήταν που ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με ανθρώπους της εστίασης. Αυτοί οι άνθρωποι, παρατήρησαν ότι εγώ, και κάποιοι άλλοι, ήμασταν οι κινητήριοι μοχλοί στις παρέες και μας έκαναν μια πρόταση. Να φέρνουμε στα μαγαζιά τους τα άλλα παιδιά κι εμείς θα τα έχουμε όλα τζάμπα, όλα κερασμένα. Αυτό βέβαια ήταν το “τυράκι” που δίνει ο Διάβολος.
Και το τυρί στη φάκα, κερασμένο είναι πάντα.
Έτσι ακριβώς. Μετά οι ίδιοι άνθρωποι, μάς πήγαν σε άλλα μαγαζιά που είχαν, με μπουζούκια, και μας ζήτησαν κι εκεί να κάνουμε την ίδια δουλειά. Θυμάμαι το συναίσθημα -την πρώτη φορά που πήγα- όταν προσπεράσαμε όλο τον κόσμο που περίμενε στην ουρά και μπήκαμε εμείς από την πίσω πόρτα. Μου φαινότανε σαν όνειρο. Κι όταν είδα πως δουλεύουνε τα πράγματα στη νύχτα, από μέσα, μαγεύτηκα. Στην επιστολή προς Γαλάτες, αναφέρει ο απόστολος Παύλος τα 17 έργα της σαρκός: “Μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία... φόνοι, φθόνοι, μέθαι, κώμοι.” Μέσα στη νύχτα λοιπόν, αυτά τα 17 έργα υπάρχουν στο εκατό τοις εκατό. Με εντυπωσίασαν, εκείνο το βράδυ, πάρα πολύ και οι άνθρωποι της νύχτας. Το περπάτημα τους, η ομιλία τους, η εξουσία που είχανε, η επιτυχία τους στο άλλο φύλο... Αυτοί οι άνθρωποι γίνανε τα πρότυπα μου (εκεί έπαιξε ρόλο ότι έλειπε ο πατέρας μου από το σπίτι) και θυμάμαι είπα μέσα μου: “Αντώνη, ή θα γίνεις σαν αυτούς, ή θα γίνεις ένα ανθρωπάκι, που αγωνιά πως θα πληρώσει τους λογαριασμούς του.” Πήγα μετά φαντάρος (στις Ειδικές Δυνάμεις) κι όταν γύρισα, ήμουν έτοιμος να μπω σε αυτό το επάγγελμα. Ξεκίνησα από πολύ χαμηλά, από βοηθός σερβιτόρου και μετά από μερικά χρόνια, έφτασα να γίνω μετρ (υπεύθυνος διαχείρισης) σε ένα από τα μεγαλύτερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας. Ήμουν βέβαια ήδη εθισμένος στο αλκοόλ πάρα πολύ, στο τσιγάρο επίσης και είχα δοκιμάσει και ναρκωτικές ουσίες παντός είδους, χωρίς όμως να εθιστώ σε τίποτε. Τώρα γνωρίζω ότι ήταν το χέρι του Θεού που με φύλαξε, αλλά αν με ρωτούσες τότε, θα σου έλεγα ότι είμαι δυνατός χαρακτήρας και το ελέγχω. Ήμουνα πάρα πολύ αλαζόνας, πολύ εγωιστής (δεν αγαπούσα τίποτε και κανέναν πάνω από εμένα) ήμουνα ψεύτης... Κι όλα αυτά τα λέω προς δόξα Θεού, γιατί ο Κύριος με κάλεσε, όταν ήμουν ακριβώς έτσι.
Να φτάσουμε λοιπόν σε αυτό το κάλεσμα.
Αμήν. Έχω μια μικρότερη αδελφή, με τελείως διαφορετικό περπάτημα από το δικό μου. Ήσυχη, καλή κοπέλα, μορφωμένη, όμως κάποια στιγμή αντιμετώπισε κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Κι αυτό έκανε τη μητέρα μου να εκζητήσει πάλι τον Θεό. Ένα μεσημέρι λοιπόν, γονάτισε να προσευχηθεί και ο Κύριος την πλήρωσε με Πνεύμα Άγιο μετά από πολλά χρόνια. Εκείνη την ώρα γύρισε σπίτι η αδελφή μου, άκουσε τη μητέρα μου να μιλάει σε ξένες γλώσσες και ήταν κάτι που δεν το είχε ξανασυναντήσει. Κι όπως ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα από το υπνοδωμάτιο, έχοντας στα χείλη ένα ελαφρύ μειδίαμα, της μιλάει ο Θεός με το στόμα της μητέρας μου (η οποία δεν την είχε αντιληφθεί καν να μπαίνει στο σπίτι) και της λέει: “Κοράσιον, γιατί χαμογελάς;” Καταλαβαίνει τότε ότι της μιλάει ο Θεός, γονατίζει κι εκείνη και την ίδια στιγμή βαπτίζεται με Πνεύμα Άγιο. Αυτό το γεγονός ήταν η αρχή και της δικής μου σωτηρίας και το καλοκαίρι του 2015 αρχίζει ο Κύριος να ενεργεί έντονα στη ζωή μου, μέσα από διάφορους ανθρώπους και μέσα από διάφορες καταστάσεις ώστε να με φέρει κοντά Του. Κι αρχίζω σιγά-σιγά να αντιλαμβάνομαι, ότι υπάρχει Κάποιος, πολύ μεγαλύτερος από εμένα κι από οτιδήποτε γνώριζα ως τότε. Όμως είχα τότε μέσα μου μια άρνηση, γιατί δεν γνώριζα τι ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο. Νόμιζα ότι ο Θεός θα με βάλει σε κανένα μοναστήρι, θα με κυνηγάει με ένα μαστίγιο και θα μου απαγορεύει τα πάντα. Δεν ήξερα για την χάρη, για την αγάπη του Θεού.
Πολλοί άνθρωποι έχουν αυτή την λάθος εντύπωση.
Ναι, υπάρχει άγνοια του Λόγου του Θεού. Κάναμε τότε κάποιες συζητήσεις με την αδελφή μου, να γυρίσουμε στην εκκλησία, εγώ αντιδρούσα κι ένα βράδυ παίρνω το αυτοκίνητο, πάω μια βόλτα και σκεπτόμουν διάφορα. Σκεπτόμουν, αν είναι η αλήθεια σε αυτή την εκκλησία, γιατί επέτρεψε ο Θεός να φύγουν οι γονείς μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Σκεπτόμουν τη δουλειά μου, γιατί καταλάβαινα ότι έπρεπε να κάνω κάτι άλλο, όμως δεν ήθελα να την αφήσω. Και τελικά σκεπτόμουν, πως αν γίνω χριστιανός, μετά δεν θα είμαι πλέον “εγώ” δεν θα είμαι ο “Αντώνης”. Κι όπως είμαι βυθισμένος σε αυτές τις σκέψεις, σταματάω σε ένα φανάρι κι έρχεται μια μηχανή ακριβώς μπροστά μου. Βλέπω την πινακίδα, ήταν στα αγγλικά κι έλεγε: “JOHN (Ιωάννης δηλαδή) 939”. Και μόλις ανοίγει το φανάρι, η μηχανή στρίβει αριστερά και φεύγει. Καταλαβαίνω τότε ότι αυτό είναι ένα μήνυμα από τον Θεό και γυρίζω σπίτι κατευθείαν. Και θυμάμαι, η μητέρα μου ξύπνησε από τον θόρυβο, καθώς πέταγα κάτω τα βιβλία από την βιβλιοθήκη, ψάχνοντας επειγόντως να βρω μια Καινή Διαθήκη. Ήξερα ότι υπήρχε κατά Ιωάννη ευαγγέλιο αλλά προς έκπληξη μου είδα ότι υπήρχε κι επιστολή του Ιωάννου (πρώτη, δεύτερη, τρίτη) υπήρχε κι Αποκάλυψη του Ιωάννου κι εκεί μπερδεύτηκα.
Όταν λέμε: “Ιωάννης” και μετά κεφάλαιο και εδάφιο, εννοούμε συνήθως το ευαγγέλιο του Ιωάννη.
Ναι, κι εγώ εκεί κοίταξα τελικά, στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο στο ένατο κεφάλαιο κι από το τρία εδάφιο ως το εννιά. Και λέει: “Απεκρίθη ο Ιησούς· Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλά διά να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ.” Εκεί πήρα την πρώτη απάντηση όσον αφορά τους γονείς μου. Όχι ότι οι γονείς μου δεν ήταν αμαρτωλοί, αλλά ότι ο Θεός πολλές φορές επιτρέπει διάφορα γεγονότα στη ζωή μας, για να φανερώσει αργότερα την δόξα Του. Μετά λέει: “Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του πέμψαντός με, εωσού είναι ημέρα· έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται να εργάζηται.” Εκεί πήρα απάντηση για την δουλειά μου, ότι πρέπει δηλαδή να δουλεύω την ημέρα κι όχι μέσα στη νύχτα. Κι από το 6 εδάφιο και μετά, είναι αυτό που έκανε ο Κύριος στη ζωή μου εκείνο τον καιρό. Μου άνοιγε τα μάτια για να βλέπω. “Αφού είπε ταύτα, έπτυσε χαμαί και έκαμε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπε προς αυτόν· Ύπαγε, νίφθητι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Υπήγε λοιπόν και ενίφθη, και ήλθε βλέπων.” Και το τελευταίο κομμάτι, αφορά αυτό που σκεπτόμουνα, ότι αν γίνω χριστιανός, μετά δεν θα είμαι ο εαυτός μου, δεν θα είμαι πλέον εγώ. ”Οι δε γείτονες και όσοι έβλεπον αυτόν πρότερον ότι ήτο τυφλός έλεγον δεν είναι ούτος, όστις εκάθητο και εζήτει; Άλλοι έλεγον ότι ούτος είναι· άλλοι δε ότι όμοιος αυτού είναι. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ είμαι.”
Δηλαδή, ο άνθρωπος που πιστεύει, βρίσκει το πνευματικό φως του αλλά και πάλι είναι η ίδια προσωπικότητα.
Ακριβώς. Και μάλιστα η μετάφραση της Καινής Διαθήκης που διάβαζα εκείνο το βράδυ, έλεγε: “..εγώ είμαι, απλά τώρα βλέπω.” Και μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια που φρόντισε ο Κύριος... Η Καινή Διαθήκη που βρήκα. είχε τα κεφάλαια με νούμερα (“Ιωάννης 1,2,3...”) ενώ αν τα είχε με γράμματα, όπως πολλές μεταφράσεις (Ιωάννης α, β, γ...) το πιθανότερο είναι πως δεν θα έβρισκα ποτέ αυτό που έψαχνα. Και μετά όμως από αυτό το γεγονός, εγώ συνέχισα να αντιστέκομαι στο κάλεσμα του Θεού, μέχρι που κάποια στιγμή έφθασε ο κόμπος στο χτένι, όπως λέμε, και δεν ήμουνα καθόλου καλά μέσα μου. Κι ένα βράδυ πιάνω την αδελφή μου (η οποία είχε λάβει ήδη το χάρισμα της προφητείας) και της λέω: “Εσύ που λες ότι ο Θεός μιλάει με προφητεία, έλα να γονατίσουμε τώρα και να μου μιλήσει ο Θεός.” Μου λέει: “Αντώνη, δεν γίνονται προφητείες κατά παραγγελία.” Επέμενα όμως εγώ και την έπεισα να γονατίσουμε. Βέβαια ήταν λάθος ο τρόπος μου -και αναιδής ήμουνα και ασεβής- αλλά ο Θεός έκανε χάρη μέσα στην αγνωσία μου. Και τότε, καθώς για πρώτη φορά, άκουσα την αδελφή μου να μιλάει σε ξένες γλώσσες που δεν γνώριζε, ένιωσα την παρουσία του Θεού, με μεγάλη δύναμη, να κατακλύζει όλο το δωμάτιο. Ξέσπασα σε κλάματα, με λυγμούς -ενώ εγώ δεν έκλαιγα ποτέ- και ο Θεός, έδωσε τότε στην αδελφή μου, σαν προφητεία, μόνο δύο λέξεις στα ελληνικά: “Σιώπα, ησύχασον.”
Τα λόγια του Χριστού που είπε στην τρικυμία.
Ακριβώς. Εκείνη την στιγμή μιλούσε όμως στη ψυχή μου και γέμισα με την ειρήνη του Θεού μέσα μου. Αυτή ήταν η αναγέννηση μου και ο Κύριος, όπως λέει στον προφήτη Ιερεμία, απόσπασε την καρδιά την λίθινη από μέσα μου και μου έδωσε μια νέα καρδιά, σάρκινη. Ένιωσα πόσο ζωντανός είναι ο Χριστός, πόσο μας αγαπάει, πόσο πολύ θέλει να πάμε κοντά Του στον Ουρανό, και το πρώτο πράγμα που είπα ήταν: “Θέλω να πάω στην εκκλησία.” Πήγα την επόμενη μέρα κιόλας στην εκκλησία της Νίκαιας και όλοι οι αδελφοί με αγκαλιάσανε αμέσως. Οι παλιότεροι με θυμόντουσαν από μικρό, εγώ δεν τους θυμόμουνα βέβαια, αλλά ένιωσα την αγάπη τους, ένιωσα ότι μπήκα μέσα στο σπίτι μου. Και είπα: “Εδώ θα μείνω για πάντα.” Και πράγματι, αφού βαπτίστηκα στο νερό, με την χάρη του Θεού, έμεινα από τότε σταθερός μέσα στην εκκλησία. Ο Κύριος μού χάρισε και την αδελφή Ελισάβετ -όπως είπαμε στην αρχή- και προσευχόμαστε τώρα και για ένα παιδάκι για να ολοκληρωθεί η οικογένεια μας. Και πολλά έχω ακόμα να πω, για το πως με ελευθέρωσε ο Κύριος από πάθη, πως μου άλλαξε δουλειά κι άλλα πολλά και θαυμαστά. Η αλήθεια είναι, πως πολλά πράγματα που είχα στην παλιά μου ζωή και με δένανε, τα πήρε πολύ απλά ο Θεός, με μια προσευχή, με ένα άγγιγμα δικό Του. Όμως, ότι πήρα μετά από αγώνα -είτε αίτημα, είτε απελευθέρωση από κάτι- πάντα θυμάμαι το μάθημα που πήρα μέσα από αυτό. Και πιστεύω ακράδαντα, πως αυτά τα πνευματικά μαθήματα θα μας βοηθήσουν, ώστε να κρατήσουμε μέχρι τέλους, αυτό που πήραμε δωρεάν από τον Θεό, την σωτηρία της ψυχής μας.