Αντώνης Ισσέγιε
“Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρηγορίας, ο παρηγορών ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, διά να δυνάμεθα ημείς να παρηγορώμεν τους εν πάση θλίψει διά της παρηγορίας, με την οποίαν παρηγορούμεθα ημείς αυτοί υπό του Θεού· διότι καθώς περισσεύουσι τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά του Χριστού περισσεύει και η παρηγορία ημών” Προς Κορινθίους Β΄ α΄3-5
“Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρηγορίας, ο παρηγορών ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, διά να δυνάμεθα ημείς να παρηγορώμεν τους εν πάση θλίψει διά της παρηγορίας, με την οποίαν παρηγορούμεθα ημείς αυτοί υπό του Θεού· διότι καθώς περισσεύουσι τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά του Χριστού περισσεύει και η παρηγορία ημών” Προς Κορινθίους Β΄ α΄3-5
Αυτό το μήνα θα μας δώσει την μαρτυρία του ο αδελφός μας Αντώνης Ισσέγιε.
Αδελφέ Αντώνη, είσαι νομίζω ιταλικής καταγωγής;
Ναι, ο πατέρας μου ήταν Ιταλός. Λόγω εργασίας έκανε πολλά ταξίδια, κάποια στιγμή βρέθηκε και στην Ελλάδα, γνώρισε τη μητέρα μου και παντρευτήκανε. Και απόκτησαν δύο παιδιά, εμένα και την αδελφή μου που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εδώ στην Αθήνα.
Οπότε εσείς τα παιδιά είχατε πάρει την Kαθολική θρησκεία;
Τυπικά ναι. Όμως ο πατέρας μου δεν ήταν φανατικός με κάποια θρησκεία. Αν και αγαπούσε πολύ τον Κύριο και από μικρό παιδί διάβαζε το Ευαγγέλιο και προσπαθούσε μέσα στη ζωή του να το ακολουθήσει. Χωρίς να τα καταφέρνει δυστυχώς, από τη στιγμή που δεν ήταν αναγεννημένος. Ήταν όμως πολύ σημαντικό για εμάς ότι από μικρά παιδιά ακούσαμε τον Λόγο του Θεού και είχαμε μάθει να προσευχόμαστε. Θυμάμαι πως σε ότι πρόβλημα, σε ότι δυσκολία συναντούσα, απευθυνόμουνα πάντα στον Χριστό κι έβλεπα στη ζωή μου το χέρι του Θεού να ενεργεί. Και είχα πειστεί μέσα μου ότι πράγματι ο Κύριος είναι ζωντανός και αληθινός. Αυτή η σχέση που είχα μάθει να έχω με τον Χριστό ήταν πιστεύω το μεγαλύτερο δώρο που μου πρόσφερε ο πατέρας μου. Από την άλλη πλευρά, η μητέρα μου μάς αγαπούσε πάρα πολύ, ήταν κοντά μας συνέχεια σε ότι χρειαζόμασταν και ήταν για εμάς ένα άλλο, πολύ σημαντικό στήριγμα. Δυστυχώς όμως αυτοί οι άνθρωποι ήταν μεταξύ τους πάντα δύο ξένοι, ποτέ στην ουσία δεν ήτανε μαζί, μέχρι που κάποια στιγμή βέβαια χωρίσανε.
Σε τι ηλικία ήσουν τότε;
Ήμουν 14-15 χρονών. Να πω σε αυτό το σημείο ότι ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ ευκατάστατος οικονομικά μέχρι που ήρθε η στιγμή -όταν ήμουνα στη τελευταία τάξη του σχολείου- που μέσα σε 24 ώρες πτώχευσε, τα έχασε όλα. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί αυτό που έγινε τότε δεν μου έκανε κακό, αλλά μάλλον καλό, καθώς μπόρεσα να ισορροπήσω καλύτερα σαν άνθρωπος και να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου. Έτσι, σε πολύ νεαρή ηλικία, είχα βρεθεί να εργάζομαι σε μια πολύ μεγάλη εταιρεία, σαν διευθυντής μιας σημαντικής μονάδας και να είμαι υπεύθυνος πάνω σε 80 άτομα περίπου. Εκεί θεωρώντας ότι τα καταφέρνω πολύ καλά και ότι μπορώ να διαχειριστώ τα πάντα και να διακρίνω την κακία και την υποκρισία των ανθρώπων γύρω μου, ένοιωσα μέσα μου μια επιβεβαίωση για τον εαυτό μου. Και όσο αυτό το “εγώ” μέσα μου μεγάλωνε, τόσο έχανα από μέσα μου τον Χριστό, καταλήγοντας να κάνω κι εγώ ότι έκανε όλος ο κόσμος. Μπλέκοντας σε σχέσεις, μπλέκοντας σε διάφορες καταστάσεις, χωρίς βέβαια να ξεφεύγω σε κάποια ακραία αμαρτία.
Με τον Λόγο του Θεού, με την Καινή Διαθήκη είχες κρατήσει κάποια επαφή;
Όχι, μόνο αυτά που είχα μάθει σαν παιδί από τον πατέρα μου ήξερα. Εκείνη την εποχή ήρθε μια μεγάλη δοκιμασία στην οικογένεια μας. Ξαφνικά η αδελφή μου άρχισε να χάνει κιλά, να αδυνατίζει, να έχει κάποια άλλα συμπτώματα κι εκεί άρχισε μια αναζήτηση για να βρούμε τι συμβαίνει και πως θα το αντιμετωπίσουμε. Πήγαμε σε γιατρούς, πήγαμε σε πνευματικούς, πήγαμε ακόμα και σε μάγους -γιατί κάποιοι μας είπαν ότι της έχουν κάνει μάγια- και σε όλο αυτό το διάστημα των έξι μηνών ήμουν συνέχεια κοντά της γιατί ήμασταν σαν αδέλφια πολύ ενωμένοι και αγαπημένοι. Τελικά μόνο όταν πήγαμε στην Αγγλία βρήκαμε τι έχει, γιατί η αδελφή μου είχε νοσήσει από μια ανίατη ασθένεια που τότε δεν ήταν ακόμα γνωστή στην Ελλάδα. Ήταν όμως πλέον αργά, είχε φθάσει 30 κιλά, δεν έτρωγε τίποτε, με ορούς κρατιότανε στη ζωή και ήτανε στο σπίτι περιμένοντας να πεθάνει. Τότε, λίγο πριν το τέλος, την “τετάρτη φυλακή της νυκτός”, ξεκίνησε να την επισκέπτεται μια αδελφή μας μαζί με τον άντρα της και να της μιλάνε για τον Κύριο και για το Ευαγγέλιο.
Πως ήρθανε σε επαφή;
Από γνωστό σε γνωστό. Μας είπανε ότι: «είναι μια γυναίκα που πιστεύει πολύ στον Θεό και να την γνωρίσετε.» Κάπως έτσι έγινε. Ο Κύριος βέβαια ήταν που ενήργησε. Ερχόντουσαν κάθε βράδυ αυτοί οι άνθρωποι στο σπίτι κι εγώ ήμουνα πάλι από κοντά για να δω τι ακριβώς συμβαίνει, με μεγάλη δυσκολία όμως γιατί δούλευα τότε 16 ώρες την ημέρα. Εκτός από την πρωινή δουλειά, τα βράδια πήγαινα και σε ένα εστιατόριο που είχαμε μαζί με τον γαμπρό μου. Παρέλειψα να σου πω ότι η αδελφή μου ήταν παντρεμένη και είχε κι ένα κοριτσάκι. Αυτό που διαπίστωσα όμως. ήταν πως ότι λέγανε αυτοί οι άνθρωποι συμφωνούσε με αυτά που έγραφε μέσα στο Ευαγγέλιο. Κι εκεί για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα πάρει στα χέρια μου μια Αγία Γραφή και την διάβαζα και έψαχνα να δω τι ακριβώς λέει ο Λόγος του Θεού. Και το θαυμαστό που έβλεπα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου ήταν την αδελφή μου μέρα με τη μέρα να αλλάζει. Μέχρι που ένα βράδυ έκανε μια μικρή προσευχή και είπε: “Κύριε, δώσε μου δύναμη να πάω μέχρι τη κουζίνα και να φάω ένα κομμάτι ψωμί.” Εκείνο το βράδυ πήγε μέχρι το ψυγείο, το άνοιξε κι έφαγε όλα όσα υπήρχανε μέσα. Μετά από πάρα πολλές μέρες ασιτίας. Από τότε άρχισε να συνέρχεται και σε 10-15 μέρες ήτανε πλέον καλά. Χωρίς όμως να έχει φύγει από μέσα της η ασθένεια, απλά από ασθενής είχε γίνει φορέας. Την ίδια εποχή ο γαμπρός μου, ο οποίος δούλευε σε ένα νυχτερινό κέντρο, γνωρίζει τον αδελφό Νίκο Ντουρουντάκη, ο οποίος είναι ηλεκτρολόγος και είχε πάει στο κέντρο για να φτιάξει τα φωτιστικά. Πιάσανε τη κουβέντα, συζητήσανε για τα πράγματα του Θεού και την επόμενη Κυριακή, ο αδελφός Νίκος μαζί με τον γαμπρό μου, την αδελφή μου και τη μητέρα μου, πήγανε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής Κηφισιάς.
Μένανε κάπου κοντά;
Ναι, μένανε Πεντέλη, οπότε η πιο κοντινή εκκλησία για να τους πάει ο αδελφός ο Νίκος ήταν αυτή. Συνέχισαν από τότε να πηγαίνουν, η αδελφή μου άλλαξε τελείως, αναγεννήθηκε, βαπτίστηκε στο νερό και πολλές φορές μου έλεγε να πάω κι εγώ στην εκκλησία. Απέφευγα όμως, χωρίς να είμαι κι αρνητικός, απλά πίστευα ότι είμαι καλά όπως είμαι και δεν έχω ανάγκη για κάτι άλλο μέσα στη ζωή μου. Ώσπου μια Κυριακή συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Ήμουν στο σπίτι τους καθώς ξεκινούσαν για την εκκλησία και όταν μου είπαν: “Αντώνη θα έρθεις;” και απάντησα: “όχι”, σαν να έγινε μια διακοπή μέσα στη συνείδηση μου, στη μνήμη μου και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι μέσα στο αυτοκίνητο και πάω προς την εκκλησία. Παραξενεύτηκα πολύ με αυτό που έγινε, δεν είπα όμως: “σταματήστε να κατέβω” ή κάτι τέτοιο. Και μετά από λίγο φθάσαμε στην παλιά αίθουσα της εκκλησίας της Κηφισιάς για όσους την θυμούνται.
Ποιά χρονιά ήτανε;
Το 1992. Δεν θυμάμαι καθόλου το κήρυγμα, δεν με εντυπωσίασε κάτι από αυτά που άκουσα αλλά με εντυπωσίασαν οι αδελφοί. Πίστευα ότι έχω στον κόσμο την διάκριση να καταλαβαίνω τη κακία, την υποκρισία που είχαν οι άλλοι άνθρωποι. Εδώ όμως υπήρχε κάτι διαφορετικό και δεν ήταν ένας ή δύο άνθρωποι που ήταν διαφορετικοί, εδώ ήταν μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων. Την άλλη μέρα ήταν Δευτέρα και ήταν το μόνο βράδυ που ήταν κλειστό το εστιατόριο και είχα ρεπό. Και πάντα κάτι φρόντιζα να κάνω, να βγω έξω με τη κοπέλα που είχα τότε σχέση ή κάτι άλλο. Εκείνη τη Δευτέρα όμως, ότι κι αν κανόνισα ματαιώθηκε και όταν μου πρότεινε η αδελφή μου να ξαναπάω μαζί τους στην εκκλησία, δέχτηκα. Ακούσαμε το κήρυγμα και μετά γονάτισαν όλοι για προσευχή. Δεν είχα πρόβλημα, από μικρός είχα μάθει από τον πατέρα μου να γονατίζω και άρχισα να προσεύχομαι και να ζητάω από τον Θεό να θεραπεύσει τελείως την αδελφή μου. Την ίδια στιγμή, η αδελφή μου, δίπλα μου, βαπτίζεται με Πνεύμα Άγιο και ο Κύριος επισκέπτεται κι εμένα, έρχομαι σε έκσταση πνευματική, χάνω το περιβάλλον γύρω μου και βρίσκομαι στη παρουσία του Θεού. Και το μόνο που έλεγα με δάκρυα στον Θεό ήταν: “μην με αφήσεις να γυρίσω πίσω, θέλω να μείνω για πάντα εδώ.” Αυτή ήταν η αναγέννηση μου, μετά βαπτίστηκα στο νερό και η ζωή μου άλλαξε πλέον ριζικά. Δεν πέρασε ένας χρόνος κι ενώ η αδελφή μου ήταν πολύ καλά, ξαφνικά ένα κρύωμα την οδήγησε στο νοσοκομείο. Και λόγω ιστορικού την κρατήσανε προληπτικά μέσα, αν και δεν φαινότανε κάτι ανησυχητικό. Εκείνο το βράδυ είχανε έρθει στο νοσοκομείο κάποιοι αδελφοί να την δούνε κι όπως κάναμε μια προσευχή όλοι μαζί, γίνεται μια προφητεία προς εμένα να ζητήσω το Πνεύμα το Άγιο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το ζητούσα έντονα γιατί είχα λάβει μεγάλη δύναμη με την αναγέννηση.
Δεν είχες αντιληφθεί ότι το έχεις ανάγκη.
Ναι, ακριβώς. Με παραξένεψε αυτή η προφητεία, άλλωστε ήμασταν όλοι εκεί για να προσευχηθούμε για την αδελφή μου. Έγινε όμως εκ δευτέρου η ίδια προφητεία και πράγματι άνοιξα τη καρδιά μου και ήρθε το Πνεύμα το Άγιο με πολλή δύναμη και με βάπτισε. Βέβαια ο Κύριος ήθελε να λάβω δύναμη γιατί ήξερε ότι την επόμενη μέρα η αδελφή μου θα αναχωρούσε. Ήμουνα στη δουλειά, με πήρανε τηλέφωνο να πάω γρήγορα στο νοσοκομείο και μέχρι να πάω είχε φύγει. Λίγο πριν πεθάνει είχε πέσει σε κώμα και η μητέρα μου, που ήταν δίπλα της, παρατήρησε ότι έκανε μια κίνηση με το χέρι της σαν να θέλει να γράψει κάτι. Της έβαλε λοιπόν στο χέρι ένα στυλό και χαρτί κι άρχισε να γράφει μια όραση που έβλεπε. Θα την πω περιληπτικά γιατί η αδελφή μου έγραψε συνολικά πέντε, έξι σελίδες. Από τη μια μεριά του κρεβατιού της ήταν ο Διάβολος και από την άλλη μεριά ο Ιησούς Χριστός. Και γινότανε μια αντιδικία μεταξύ τους προς τον Πατέρα Θεό. Ο Διάβολος φανέρωνε όλες τις αμαρτίες που είχε κάνει στη ζωή της η αδελφή μου και την κατηγορούσε με κάθε τρόπο. Μετά όμως ο Ιησούς Χριστός είπε πως: “για όλες αυτές τις αμαρτίες πλήρωσα Εγώ με το αίμα Μου επάνω στον σταυρό. Και η δούλη Σου Πατέρα δέχτηκε τη θυσία Μου και πίστεψε στο Όνομα Μου έτσι τώρα είναι δική Σου”. Και κάπως έτσι τέλειωσε αυτό που έγραφε, της έπεσε το στυλό από το χέρι και ξεψύχησε.
Συγκλονιστικό πραγματικά. Πιστεύω έχεις αυτές τις σελίδες ακόμα.
Ναι τις έχω κρατήσει. Λίγα λεπτά μετά έφθασα κι εγώ στο νοσοκομείο, τους έβγαλα όλους έξω κι έμεινα μόνος μαζί της στο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιό λόγο έγιναν έτσι τα πράγματα, η λέξη: “γιατί;” ερχότανε συνέχεια στα χείλη μου κι έκραξα στον Θεό να μου δώσει μια απάντηση, μια εξήγηση. Φύγαμε μετά και πήγαμε στο σπίτι όπου ήτανε το παιδί της αδελφής μου, τριών χρονών, κοριτσάκι, μαζί με μια κοπέλα που το πρόσεχε εκείνη τη μέρα. Εντωμεταξύ μάς είπανε στο νοσοκομείο να μην πούμε στο παιδί τίποτε, αλλά να αφήσουμε να χειριστούνε το θέμα κάποιοι παιδοψυχολόγοι. Με το που φθάσαμε όμως ήρθε κοντά μας και μας λέει: “Δεν θέλω να στενοχωριέστε, ούτε να μου πείτε τίποτε για την μαμά μου. Το ξέρω ότι έχει φύγει και έχει πάει μαζί με τον Χριστό.” Εμείς είχαμε μείνει όλοι άφωνοι. Της λέει ο πατέρας της: “γιατί το λες αυτό; ποιός σου το είπε;” Και μας είπε το παιδί ότι καθώς είχε πάει για μια στιγμή στο δωμάτιο να πάρει μια κούκλα ήτανε εκεί ο Χριστός και την περίμενε. Την πήρε αγκαλιά και της είπε ότι: “δεν θέλω να στενοχωριέσαι για τη μαμά σου γιατί τώρα είναι μαζί μου, είναι πολύ ευτυχισμένη και μια μέρα θα έρθω να πάρω κι εσένα.” Και μας τα έλεγε όλα αυτά και ήταν ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ. Τριών χρονών παιδί. Το οποίο δυστυχώς είχε γεννηθεί με την ίδια ανίατη αρρώστεια. Εκείνο το βράδυ στον ύπνο μου ένοιωσα να βγαίνω από το σώμα μου και να πηγαίνω σε έναν τόπο άγνωστο. Υπήρχε -όπως το περιγράφει η Αγία Γραφή- ένα χάσμα ανάμεσα σε μένα και στην άλλη πλευρά και εκεί είδα να είναι η αδελφή μου. Είχε τη μορφή που ήξερα αλλά είχε ένα άλλο σώμα διαφορετικό και τότε άκουσα τη φωνή του Θεού να μου λέει: “εδώ που είναι η κόρη Μου είναι πολύ καλύτερα από εκεί που είσαι εσύ.” Εκείνη την ώρα ξύπνησα νοιώθοντας μια μεγάλη χαρά αλλά και μια μεγάλη επιθυμία να βρεθώ μια μέρα κι εγώ εκεί που είναι η αδελφή μου. Μετά από αυτό είχα παρηγορηθεί πλήρως.
Με το παιδί τι έγινε αδελφέ Αντώνη;
Το παιδί το μεγαλώσαμε μαζί με την μητέρα μου. Έζησε άλλα επτά χρόνια και δέκα χρονών έφυγε. Και ήταν πολύ ευλογημένα αυτά τα επτά χρόνια γιατί είχε το παιδί πνευματικές εμπειρίες φοβερές, έβλεπε τον Κύριο σχεδόν σε καθημερινή βάση και ενώ έχω αυτή τη στιγμή δύο παιδιά αναγεννημένα κι ενώ έχω γνωρίσει πάρα πολλά παιδιά ευλογημένα μέσα στην εκκλησία, κάτι παρόμοιο δεν έχω ξανασυναντήσει. Βέβαια αυτά τα χρόνια ήταν δύσκολα γιατί ήμασταν ένα μήνα στο σπίτι και μετά δέκα μέρες στο νοσοκομείο και μετά πάλι από την αρχή μέχρι που πέθανε το παιδί. Ήξερε ότι θα αναχωρήσει, ζήτησε να είμαστε όλοι εκεί και να προσευχόμαστε εκείνο το βράδυ κι έφυγε. Και εγώ τότε σκλήρυνα. Και δεν παρηγορήθηκα όπως τη πρώτη φορά με την αδελφή μου γιατί τη πρώτη φορά ήμουνα νέος στη πίστη, ταπεινός και αυτό που μου έδινε ο Κύριος το δεχόμουνα με απλότητα, ενώ τώρα είχα αυξήσει το “εγώ” μου και είχα πλέον και άποψη. Άποψη για το τι πρέπει να κάνει ο Κύριος, για το πως πρέπει να ενεργήσει ο Κύριος... σαν τον πρεσβύτερο υιό της παραβολής του ασώτου. Γι’ αυτό άργησα να παρηγορηθώ, και μόνο όταν αφέθηκα στον Κύριο τότε και ελευθερώθηκα. Και εδώ θέλω να τονίσω το πόσο πολύ μπορεί να παρηγορήσει ο Θεός τον άνθρωπο όταν Τον αφήσει να το κάνει. Όταν αφεθείς στον Θεό.
Όταν έφυγε το παιδί δεν είχες δική σου οικογένεια ακόμα;
Όχι. Αν και από τότε που πίστεψα ήθελα να παντρευτώ. Κι όμως για εννιά χρόνια δεν γινότανε τίποτε. Κι όταν κάτι πήγαινε να γίνει, αμέσως κοβότανε. Απ’ ότι καταλαβαίνω τώρα, μάλλον αυτό το φορτίο με το παιδί έπρεπε να το σηκώσω μόνος μου. Γιατί μόλις έφυγε άκουσα τη φωνή του Θεού να μου λέει: “τώρα θα σε αποκαταστήσω”. Και πραγματικά μετά από λίγους μήνες γνώρισα τη γυναίκα μου και παντρευτήκαμε. Με την χάρη του Θεού κάναμε δύο παιδάκια, εργαζόμαστε για τον Κύριο στην εκκλησία της Κηφισιάς και αγωνιζόμαστε κι εμείς να τερματίσουμε τον καλό αγώνα της πίστης. Όπου πλέον έχουμε μπει -πιστεύω- στη τελική ευθεία. Μια τελική ευθεία επικίνδυνη, δύσκολη και αυτό που έχω στη καρδιά μου είναι ότι όλοι μας, αυτές τις πονηρές μέρες, χρειάζεται να ταπεινωθούμε, να μετανοήσουμε, να κράξουμε στον Κύριο για να βρούμε χάρη. Ώστε να ολοκληρώσουμε με επιτυχία αυτή την τελική ευθεία που μας έχει απομείνει και να φθάσουμε στον προορισμό μας, στον Ουρανό. Εκεί όπου ο καθένας μας, με τον τρόπο του, έχει νοιώσει μέσα στη καρδιά του τι τον περιμένει.