Μανώλης Κοντοπίδης και Άννα Μαστρογιαννοπούλου
“Περιέμεινα εν υπομονή τον Κύριον, και έκλινε προς εμέ και ήκουσε της κραυγής μου· και με ανεβίβασεν εκ λάκκου ταλαιπωρίας, εκ βορβορώδους πηλού, και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, εστερέωσε τα βήματά μου· και έβαλεν εν τω στόματί μου άσμα νέον, ύμνον εις τον Θεόν ημών· θέλουσιν ιδεί πολλοί και θέλουσι φοβηθή και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον.” Ψαλμός μ΄ 1-3
“Περιέμεινα εν υπομονή τον Κύριον, και έκλινε προς εμέ και ήκουσε της κραυγής μου· και με ανεβίβασεν εκ λάκκου ταλαιπωρίας, εκ βορβορώδους πηλού, και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, εστερέωσε τα βήματά μου· και έβαλεν εν τω στόματί μου άσμα νέον, ύμνον εις τον Θεόν ημών· θέλουσιν ιδεί πολλοί και θέλουσι φοβηθή και θέλουσιν ελπίσει επί Κύριον.” Ψαλμός μ΄ 1-3
Αυτό το μήνα, θα μας δώσουν την μαρτυρία τους για τον Χριστό, τα αδέλφια μας Μανώλης Κοντοπίδης και Άννα Μαστρογιαννοπούλου, ένα ευλογημένο ζευγάρι από την εκκλησία της Νάξου.
Αδελφέ Μανώλη, ας ξεκινήσουμε με εσένα, για να μας διηγηθείς το θαυμαστό έργο που έκανε ο Κύριος στη ζωή σου και στην οικογένεια σου.
Αμήν αδελφέ μου. Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Νάξου, τη Μονή, το 1978, μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια. Έχω πέντε αδελφές κι εγώ είμαι ο μοναχογιός. Με τα γράμματα δεν τα είχα καλά μικρός, οπότε ξεκίνησα από νωρίς και δούλευα με τον πατέρα μου στα κτήματα και στις οικοδομές. Ήτανε κι ανάπηρος ο πατέρας μου, οπότε δυσκολευότανε στο να δουλεύει και βοηθούσα κι εγώ όσο μπορούσα. Όσον αφορά το “πιστεύω” μας, ήμουνα Ορθόδοξος χριστιανός και πίστευα πάντα μέσα μου ότι υπάρχει ο Θεός. Επίγνωση βέβαια δεν είχαμε, αλλά κάναμε αυτά που είχαμε μάθει, τα καθιερωμένα.
Εκκλησία πηγαίνατε ή μόνο το Πάσχα όπως οι περισσότεροι;
Τις Κυριακές, εμείς τα παιδιά πηγαίναμε. Ο πατέρας μου, μας έλεγε: “εσείς πηγαίνετε” αλλά εκείνος δεν ερχότανε. Ήτανε πιο πολύ του γλεντιού, του τσιγάρου, του καφενείου. Εμένα ευτυχώς δεν με κέρδισαν ποτέ αυτά τα πράγματα, παρόλο που αργότερα έκανα παρέες όπου ήτανε μπροστά μας και χασίσια και διάφορα. Και πιστεύω ότι ήταν η χάρη του Θεού που με φύλαξε. Σε ηλικία 15 χρονών έχασα τελικά τον πατέρα μου, ο οποίος δυστυχώς είχε άσχημο τέλος. Λόγω της αναπηρίας έπεσε σε κατάθλιψη και αυτοκτόνησε. Από τότε δούλευα συστηματικά και στις οικοδομές και στα λατομεία και όπου έβρισκα μεροκάματο, για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα. Να κάνω μια παρένθεση εδώ και να πω ότι είχαμε στο χωριό μας μια πιστή οικογένεια, την οικογένεια Περιστεράκη. Έβλεπα ότι είναι καλοί άνθρωποι και η ζωή τους είναι χριστιανική πραγματικά, αλλά ακουγότανε για αυτούς ότι βάζουν κάτω τις εικόνες και τις πατάνε και άλλα τέτοια ψέματα, οπότε δεν μπορούσα να δεχτώ τότε αυτά που έλεγαν για τον Χριστό. Πήγα φαντάρος το 1998, υπηρέτησα μόνο έξι μήνες λόγω πολυτεκνίας και μετά προσευχόμουν -όπως ήξερα τότε- να μου στείλει ο Θεός μια κοπέλα για να κάνω οικογένεια. Και το 1999 γνωρίζω την Άννα, που ήταν οι γονείς της από τη Νάξο κι ερχότανε τα καλοκαίρια στο χωριό για διακοπές.
Ας ξεκινήσει όμως σε αυτό το σημείο κι εκείνη την ομολογία της. Αδελφή Άννα εσύ δεν μεγάλωσες στη Νάξο αν κατάλαβα.
Όχι μεγάλωσα στην Αθήνα, στην Παλατιανή συγκεκριμένα, αλλά πάντα είχαμε πολλή επαφή με τη Νάξο. Το καλοκαίρι, το Πάσχα, τριήμερα εκλογών, τριήμερα Καθαράς Δευτέρας, πάντα ήμασταν εδώ στη Μονή, με τους γονείς μου και τις αδελφές μου. Και ερχόντουσαν και συχνά Ναξιώτες στο σπίτι μας στην Αθήνα, γιατί οι γονείς μου ήταν άνθρωποι πολύ φιλόξενοι και πάντα πρόθυμοι να ανοίξουν το σπίτι τους. Εκκλησία πηγαίναμε μόνο στην Ανάσταση και τον Δεκαπενταύγουστο εδώ στο χωριό. Θυμάμαι ένα συμβάν όταν ήμουν μικρή. Μια μέρα ήμασταν με τους γονείς μου στο κέντρο της Αθήνας και σε κάποιο τοίχο έγραφε: “ΜΟΝΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΩΖΕΙ”. Τότε κάπως εγώ το σχολίασα και μου είπε ο μπαμπάς μου: “Πρέπει να το διαβάσεις το Ευαγγέλιο, πρέπει να διαβάσεις την Καινή Διαθήκη.” Και αντέδρασα αρνητικά, μιας και υπήρχε πάντα στο σπίτι μας μια Αγία Γραφή, (μια κόκκινη θυμάμαι, σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Βάμβα) αλλά δεν την είχαμε ανοίξει ούτε μια φορά να την διαβάσουμε. Υπήρχε όμως πάντα μέσα μου σαν παιδί, ένας φόβος Θεού, πίστευα ότι υπάρχει ο Θεός και κάθε βράδυ προσευχόμουνα και Του μίλαγα σαν να ήταν εκεί. Μόλις πήρα πτυχίο το 2005 σαν νηπιαγωγός -να πω ότι είμαι γεννημένη το 1983- αποφασίσαμε με τον Μανώλη να αρραβωνιαστούμε.
Στις διακοπές σου γνωριστήκατε, όπως μας είπε ο Μανώλης;
Ναι το 1999, όταν πήγαινα ακόμα στο Λύκειο. Και μετά βλεπόμασταν όταν ερχόμουν για διακοπές στη Νάξο ή αν ερχόταν καμιά φορά ο Μανώλης στην Αθήνα. Με αλληλογραφία επικοινωνούσαμε κυρίως και παρόλο που ήμασταν στον κόσμο, μέναμε πιστοί ο ένας στον άλλο και περιμέναμε να τελειώσω τις σπουδές μου για να προχωρήσουμε. Έφτιαξε ο Μανώλης και το σπίτι το πατρικό του, για να μπορέσουμε να μείνουμε, και το 2005 με ζήτησε από τον πατέρα μου και αρραβωνιαστήκαμε επίσημα. Και δύο χρόνια μετά, το 2007, έρχεται η στιγμή που γνωρίζει ο Μανώλης τον Κύριο. Να σας τα πει όμως ο ίδιος καλύτερα.
Αδελφέ Μανώλη σε ακούμε.
Πρώτα λοιπόν πίστεψαν οι γαμπροί μου, ο Στέλιος και μετά ο αδελφός του ο Μιχάλης. Με αυτά τα παιδιά μεγαλώσαμε μαζί και ήμασταν πραγματικά σαν σαρκικά αδέλφια. Όπως κάναμε παρέα λοιπόν και συζητούσαμε για τα πράγματα του Θεού και διαβάζαμε την Αγία Γραφή, άνοιξε ο Θεός το μυαλό μου και την καρδιά μου και κατάλαβα ότι όλα όσα γράφει μέσα η Καινή Διαθήκη είναι η αλήθεια. Και όταν ξεκίνησα να πηγαίνω μαζί τους στην εκκλησία (την Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής) γέμισα με πάρα πολλή χαρά, έλεγα μέσα από την καρδιά μου το: “αμήν” στα λόγια που άκουγα από το κήρυγμα και όταν γονάτιζα, ένιωθα τα ζωντανά νερά του Πνεύματος του Αγίου να κινούνται μέσα στη κοιλιά μου. Τόσο έντονα, που κάθε φορά που γονατίζαμε να κάνουμε προσευχή, έκλαιγα. Και βλέποντας πόσο ζωντανός είναι ο Κύριος και πόσο κοντά μας είναι, ένιωθα πραγματικά πάρα πολύ όμορφα. Κατάλαβα τότε ότι πρέπει να παντρευτούμε γρήγορα με την Άννα, αφού ήδη συζούσαμε, όμως σε εκείνη δεν άρεσε καθόλου αυτή η αλλαγή στη ζωή μου και άρχισε να αντιδράει.
Αδελφή Άννα τι ακριβώς ήταν αυτό που δεν σου άρεσε τότε;
Όταν είδα τον Μανώλη να αλλάζει κι από εκεί που ήταν πολύ προσκολλημένος συναισθηματικά σε εμένα, να τον γεμίζει τώρα κάτι άλλο, ένιωσα πολύ άσχημα. Φυσικά, δεν καταλάβαινα τότε τι σημαίνει: “αναγέννηση” και ποιό είναι το έργο που κάνει ο Χριστός μέσα στη καρδιά του ανθρώπου. Κάποιος που δεν είναι αναγεννημένος δεν μπορεί να τα καταλάβει όλα αυτά. Και στην αρχή εξουθενούσα κιόλας και δεν έδινα μεγάλη σημασία γιατί έλεγα: “Σιγά να μην έχουν αυτοί οι άνθρωποι την αλήθεια και να μην την έχει η επικρατούσα θρησκεία που πιστεύει τόσος κόσμος.” Τελικά τον Αύγουστο του 2008 παντρευόμαστε και τον ίδιο μήνα μένω έγκυος στο πρώτο μας παιδί, την Κυριακή.
Κάτι θέλει να πει όμως ο Μανώλης.
Ναι, θέλω να κάνω μια παρένθεση πάνω σε αυτό το θέμα του γάμου. Ο Λόγος του Θεού λέει: “μην ομοζυγείτε με τους απίστους” που σημαίνει ότι ένας χριστιανός δεν είναι σωστό να παντρευτεί μια κοπέλα που δεν έχει δεχτεί ακόμα τον Χριστό. Όμως ήμουν μαζί με την Άννα δέκα χρόνια περίπου, ήμασταν αρραβωνιασμένοι και ζούσαμε μαζί από το 2005 και δεν θεωρούσα ότι είναι έντιμο να την χωρίσω. Εντωμεταξύ την αγαπούσα πάρα πολύ και είχα προσευχηθεί λίγο πριν την γνωρίσω να μου χαρίσει ο Θεός μια κοπέλα για να κάνω οικογένεια.
Είχες κάποια μαρτυρία ότι θα πιστέψει κι εκείνη κάποια στιγμή;
Ο Κύριος μού είχε μιλήσει με μια προφητεία στην εκκλησία και μου είχε πει: “Υιέ μου Μανώλη, επταπλασίως θα καείς, αλλά Εγώ θα σε φυλάξω. Μείνε σε Εμένα και θα δεις το χέρι Μου στη ζωή σου.” Και πίστευα ότι ο Θεός είναι δυνατός να της αλλάξει την καρδιά, παρόλο που φαινόταν από την αρχή ότι θα περνούσα δυσκολίες πάνω σε αυτό το θέμα. Λίγο μετά τον γάμο πήρα την απόφαση και βαπτίστηκα εν ύδατι αν και η Άννα ήταν πολύ αντίθετη σε αυτό και αρνητική. Και μετά το βάπτισμα βέβαια, έγινε ακόμα πιο αρνητική.
Τι σε προβλημάτισε τότε Άννα με το βάπτισμα ;
Δεν το πίστευα ότι θα προχωρήσει ο Μανώλης στο βάπτισμα χωρίς εγώ να συμφωνώ. Τελικά όμως βαπτίστηκε και όταν το κατάλαβα, μπορώ να πω ότι γκρεμίστηκα. Άρχισα να τρέμω ολόκληρη, να κλαίω απαρηγόρητη και ύστερα με κυρίευσε ένα άλλο πνεύμα. Εκεί που έκλαιγα, μετά αγρίεψα πάρα πολύ. Ειδικά μετά που γέννησα, αγρίεψα ακόμα περισσότερο. Και από την ταραχή που είχα συνέχεια, τελικά γέννησα και πρόωρα, στον όγδοο μήνα. Δόξα στον Θεό πήγαν όλα καλά στη γέννα, όμως το παιδί είχε ένα θέμα ιατρικό, στένωση πνευμονικής βαλβίδας λέγεται κι έπρεπε να κάνει μια επέμβαση στην Αθήνα, στο Ωνάσειο. Ήταν ένα ακόμα πλήγμα αυτό για μένα, το οποίο επιδείνωσε και την επιλόχεια κατάθλιψη που είχα μετά την γέννα. Με πήραν μετά σαν αναπληρώτρια στην Αθήνα -τον προηγούμενο χρόνο είχα διοριστεί στη Νάξο- κι αυτό έγινε από τον Θεό γιατί η σχέση μας με τον Μανώλη ήταν στο χειρότερο σημείο. Να τον καταριέμαι, να τον βρίζω, να τον χτυπάω, να τον κλειδώνω. Εκείνος δεν ανταπέδιδε κι έλεγε: “Δεν πειράζει, για το όνομα του Χριστού τα περνάω όλα αυτά.” Και τότε έλεγα: “Αφού δεν με χτυπάς εσύ, θα χτυπάω εγώ τον εαυτό μου.” Γέμιζα το σώμα μου μελανιές, χαρακιές, με έβαζε ο εχθρός να αυτοτραυματίζομαι για να στενοχωρώ έτσι τον Μανώλη. Είχα όμως κάποιες στιγμές διαύγειας όπου καταλάβαινα ότι όλος αυτός ο θυμός και η κραυγή που βγαίνει από μέσα μου δεν είναι δικά μου. Δεν αναγνώριζα πλέον τον εαυτό μου κι άκουγα μια φωνή να μου λέει συνέχεια: “Τους αδελφούς αγαπάει, εσένα δεν σε αγαπάει.” Όμως μια άλλη φωνή, η φωνή του Κυρίου, μου έλεγε: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με διώκεις;”
Όπως είπε ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο, πριν εκείνος πιστέψει, όταν καταδίωκε την εκκλησία. Αδελφέ Μανώλη περνάμε σε εσένα.
Σε αυτή την φάση ήμασταν πραγματικά πολύ άσχημα, όμως εννοείται ότι δεν έπαψα ποτέ να αγαπάω την Άννα και να την στηρίζω. Κόντευαν θυμάμαι Χριστούγεννα και περίμενα να σταματήσω από την δουλειά στα λατομεία για να πάω στην Αθήνα να περάσουμε τις γιορτές όλοι μαζί. Και την τελευταία μέρα, στη βιασύνη μου να τελειώσω και να φύγω νωρίτερα, κάνω μια απροσεξία και φεύγει ένα γρέζι από το τρυπάνι και μου καρφώνεται στο μάτι. Και πάω τελικά στην Αθήνα, όχι για να βρω την οικογένεια μου, αλλά για να μπω επειγόντως στο νοσοκομείο. Χειρουργήθηκα στον “Ερυθρό Σταυρό”, ο πόνος ήταν φρικτός πραγματικά (ο πόνος στο μάτι σε χτυπάει κατευθείαν στον εγκέφαλο) και η Άννα δίπλα μου, στο κρεβάτι του πόνου, ήταν η φωνή του εχθρού. Μου έλεγε: “Είδες τι έπαθες στην εκκλησία που πήγες; Που είναι τώρα ο Θεός σου για να σε βοηθήσει;”
Μέσα σε όλα αυτά που περνούσες, σκέφτηκες ποτέ να κάνεις πίσω, να τα παρατήσεις όλα για να βρεις την ησυχία σου;
Όχι, γιατί έλεγα ότι χωρίς τον Χριστό θα τα χάσω όλα. Ενώ μαζί με τον Κύριο πίστευα ότι θα αλλάξουν τα πάντα. Και θα ήθελα να πω και σε όσους διαβάσουν αυτή την ομολογία, ότι εμείς πρέπει να μένουμε αμετακίνητοι στη θέση που μας έβαλε ο Θεός και ο Κύριος μπορεί να κάνει στη ζωή μας τα πάντα.
Αμήν. Συνεχίζει η Άννα.
Ναι αδελφέ. Κάθισα δύο χρόνια με διορισμό στην Αθήνα, μετά ξαναδιορίστηκα στη Νάξο κι εκεί πλέον άρχισα να έχω μια άλλη συμπεριφορά. Είχα ψυχρανθεί με τον Μανώλη τελείως, άρχισα να βγαίνω με παρέες, να προσπαθώ να περάσω καλά και σε κάποια στιγμή έγινε το μοιραίο. Ήταν ένα στιγμιαίο λάθος, προσπάθησα να το καλύψω αλλά τελικά το έμαθε ο Μανώλης ότι τον πρόδωσα και αυτό ήταν πιστεύω το τελικό χτύπημα που προσπάθησε να του δώσει ο Διάβολος. Με την δική μου συμμετοχή δυστυχώς. Δεν με χωρούσε πλέον ο τόπος, έτσι πήρα το παιδί, ήρθα πάλι στην Αθήνα κι άλλαξα πάλι τα χαρτιά μου για να διοριστώ τον άλλο χρόνο στην Αττική. Είχαμε φθάσει στο 2012, είχα δουλέψει δυο χρονιές στη Νάξο, δύο χρονιές στην Αθήνα κι εκείνη ήταν η μοναδική χρονιά που δεν διορίστηκα σαν αναπληρώτρια. Και αυτό ήταν πιστεύω το σχέδιο του Θεού. Περνούσαν οι μήνες, δεν με καλούσανε για δουλειά και το κενό μέσα μου μεγάλωνε. Κι έλεγα: “Γιατί το παιδί μου να μεγαλώνει χωρίς τον πατέρα του; Γιατί εγώ να είμαι μόνη μου;” Ο Μανώλης μού έλεγε ότι με συγχωρεί, ότι με δέχεται πίσω και είχα βάλει σαν σημείο τον Γενάρη. Είχα πει ότι αν μέχρι τον Γενάρη δεν διοριστώ, θα γυρίσω. Ο Μανώλης βέβαια όλο αυτό το διάστημα ήτανε στη νηστεία και στην προσευχή συνέχεια και όλη η εκκλησία της Νάξου μαζί του.
Αγωνιζόσουν τον καλό αγώνα αδελφέ Μανώλη.
Ήταν δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι είχα πάει τον Οκτώβριο στην Αθήνα να τους δω, μετά γύρισα στο σπίτι όπου ήμουνα μόνος μου και αισθανόμουνα ότι βρισκόμουνα πραγματικά μέσα σε ένα λάκκο. Από τον οποίο δεν μπορούσα να βγω με τίποτε. Είχα επιλέξει να ακολουθήσω τον Χριστό και τελικά είχα χάσει ότι αγαπούσα περισσότερο, την γυναίκα μου και το παιδί μου. Όταν όμως τα έχουμε χάσει όλα, τότε βοούμε προς τον Κύριο με όλη μας την δύναμη και κράζουμε. Αυτό έκανα κι εγώ εκείνο το βράδυ κι όταν αποκοιμήθηκα, είδα ένα ενύπνιο. Ήμουνα μέσα σε μια πύρινη σφαίρα, ήταν μαζί μου ο Χριστός, στα ολόλευκα ντυμένος, και πετούσαμε πάνω από τα ύδατα. Με πρόσταξε τότε κι έπεσα στα ύδατα, έφθασα μέχρι τον βυθό που ήταν η Άννα, την έπιασα από το χέρι και την τράβηξα επάνω, μέσα στη πύρινη σφαίρα. Τότε κατάλαβα ότι ο Θεός κάτι θα κάνει. Και πραγματικά, μετά τα Χριστούγεννα κατέβηκε η Άννα στη Νάξο και ήταν διαφορετική. Κάπως αλλαγμένη, κάπως μετανοημένη.
Είχες ταπεινωθεί Άννα κι από αυτό το λάθος που είχες κάνει;
Πάρα πολύ. Κι αποφάσισα όταν γυρίσω πίσω στη Νάξο να μην εμποδίζω πλέον τον Μανώλη να πηγαίνει στην εκκλησία. Τέλος Φλεβάρη θυμάμαι, είχανε μια κοινωνία οι αδελφοί, ένα τραπέζι κι αποφάσισα να πάω κι εγώ. Μετά το φαγητό πιάσαμε συζήτηση μέσα από τον Λόγο του Θεού κι άρχισα να ρωτάω τα αδέλφια πολλές απορίες που είχα. Και στο τέλος τούς λέω: “Δώστε μου μια Αγία Γραφή που να έχει και το αρχαίο κείμενο και την μετάφραση.” Γιατί έχω μια γνώση από αρχαία ελληνικά. Μου έδωσαν τα αδέλφια κι από εκείνη την μέρα άρχισα να διαβάζω τον Λόγο του Θεού συνέχεια. Κρυφά στην αρχή από τον Μανώλη. Άρχισα και να προσεύχομαι, να φοράω και το μαντήλι κι ένα βράδυ όπως επικαλέστηκα τον Κύριο και είπα: “Ιησού Χριστέ...” ένιωσα τον Κύριο να είναι εκεί, να γυρίζει και να με κοιτάζει. Πάλι Τον επικαλέστηκα, πάλι ένιωσα το ίδιο και αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψη του Κυρίου σε εμένα, που ένιωσα έντονα την παρουσία Του. Ξεκίνησα να πηγαίνω μετά στην εκκλησία, να γονατίζω μπροστά στον άμβωνα και να ζητάω προσευχή από τα αδέλφια για να με ελευθερώσει ο Κύριος από όλα. Θυμάμαι ότι με επισκίαζε το Πνεύμα το Άγιο με τρομερή δύναμη, ένιωθα απίστευτη χαρά και ευλογία αλλά ταυτόχρονα και μετάνοια με πολλά δάκρυα. Όταν ο Κύριος μού μίλησε με προφητεία με το όνομα μου, αυτό σύντριψε εντελώς την καρδιά μου, είχε ξεκινήσει ήδη η αναγέννηση μου και αφού ελευθερώθηκα από το τσιγάρο, λίγο πριν κλείσω χρόνο στην εκκλησία (όπως το είχα ζητήσει από τον Κύριο) στις 7 Φεβρουαρίου του 2014, βαπτίστηκα με Πνεύμα Άγιο. Και πήρα δύναμη για να αρνηθώ κάθε κοσμική επιθυμία και να βαπτιστώ εν ύδατι, αφιερώνοντας τον εαυτό μου στον Θεό.
Εσύ Μανώλη θα ήσουν σαν ονειρευόμενος τότε.
Ναι πράγματι. Εκεί που σου είπε η Άννα ότι ένιωσε τον Κύριο στην προσευχή, στην αρχή μου το έκρυβε, αλλά μετά δεν μπορούσε πλέον να κρατηθεί και ήρθε, με πήρε μια αγκαλιά και μου το είπε. Αυτή η αγκαλιά ήταν η πιο όμορφη στον κόσμο για μένα. Γιατί κατάλαβα ότι από την στιγμή που την άγγιξε ο Κύριος, όλα θα αλλάξουν και θα γίνουν ευλογημένα. Πράγματι, ο Κύριος μάς ευλόγησε πάρα πολύ, μας χάρισε άλλα δύο παιδιά, το 2016 τον Γιώργο και το 2019 τον Δημήτρη και τώρα είναι ο αγώνας μας να γνωρίσουν και τα παιδιά μας τον Κύριο. Λίγο μετά την Άννα, ο Κύριος βάπτισε κι εμένα με το Πνεύμα το Άγιο, πέρσι έγινα και διάκονος στην εκκλησία της Νάξου και προσπαθούμε κι εμείς, όπως μπορούμε, να βοηθήσουμε το έργο του Θεού.
Αμήν. Πες μας αδελφέ ένα μήνυμα κλείνοντας. Για τα ζευγάρια ειδικά.
Ναι, θα σου πω κάτι. Έχω ακούσει, και από ανθρώπους που είναι πιστοί, ότι: “δεν χωρίζω τη γυναίκα μου, γιατί δεν μου το επιτρέπει ο Λόγος του Θεού”. Αυτό είναι σχεδόν σαν να την έχεις χωρίσει, αν κάθεσαι μαζί της με το ζόρι. Αυτό που λέει ο Λόγος του Θεού, είναι να αγαπήσουμε τη γυναίκα μας σαν τον εαυτό μας. Άσχετα αν εκείνη ανταποκρίνεται σε αυτό. Αυτό είναι το μέρος μας και κάνοντας το μέρος μας θα βοηθήσουμε και τη γυναίκα μας να κάνει το θέλημα του Θεού και έτσι θα ευαρεστηθεί και ο Θεός ώστε να ενεργήσει. Πολλές φορές μπορεί το φαινόμενο να μοιάζει πολύ δύσκολο, όμως ο Κύριος κάνει την διαφορά στη ζωή μας. Επιτρέπει δύσκολες καταστάσεις, αντίξοες συνθήκες, μετά όμως τα αλλάζει όλα. Γιατί ο Κύριος είναι ο επιδιορθωτής των χαλασμάτων.