Αρτέμης Περιστεράκης
«Διότι η δικαιοσύνη σου, Θεέ, είναι υπερυψωμένη· διότι έκαμες μεγαλεία Θεέ, τις όμοιός σου, όστις έδειξας εις εμέ θλίψεις πολλάς και ταλαιπωρίας, και πάλιν με ανεζωοποίησας και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγές με.» Ψαλμός οα:19,20
«Διότι η δικαιοσύνη σου, Θεέ, είναι υπερυψωμένη· διότι έκαμες μεγαλεία Θεέ, τις όμοιός σου, όστις έδειξας εις εμέ θλίψεις πολλάς και ταλαιπωρίας, και πάλιν με ανεζωοποίησας και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγές με.» Ψαλμός οα:19,20
Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του για τον Χριστό, ο αδελφός μας Αρτέμης Περιστεράκης.
Αδελφέ Αρτέμη, οι Ναξιώτες που μας έδωσαν την μαρτυρία τους, τούς δύο προηγούμενους μήνες μάς είπαν και για την οικογένεια σου. Μας είπε χαρακτηριστικά ένας αδελφός ότι ήταν: “ένας φάρος που έλαμπε το φως του Χριστού”.
Ναι, ευχαριστώ τον Θεό γιατί γεννήθηκα, το 1962, μέσα σε μια πιστή, χριστιανική, οικογένεια.
Είσαι λοιπόν εξήντα δύο χρόνια μέσα στην εκκλησία, οπότε θα μας πεις και κάποια ιστορικά στοιχεία για το έργο του Θεού.
‘Όχι εξήντα δύο, λιγότερα. Από τα δεκατρία ως τα δεκαεννιά μου χρόνια, ήμουν έξω από την εκκλησία, θα τα πούμε όμως στη συνέχεια. Το έργο του Θεού λοιπόν στη Νάξο ξεκίνησε ως εξής. Ο πατέρας μου, ο Γιάννης Περιστεράκης, ήρθε σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα για να εργαστεί. Εδώ, είχε μια ξαδέλφη, την Άννα Κοντοπίδη, η οποία του μίλησε για τον Χριστό. Είχαν πιστέψει ήδη τότε αρκετοί Ναξιώτες και πήγαιναν στην εκκλησία των Κάτω Πετραλώνων, στην οδό Θεσσαλονίκης 136. Η οποία βρίσκεται εκεί ακόμα και σήμερα. Σε αυτή την εκκλησία λοιπόν πίστεψε και ο πατέρας μου και βαπτίστηκε στο νερό γύρω στο 1950. Σχεδόν ταυτόχρονα, πίστεψε κι ο αδελφός του, ο Γιώργος. Λίγο καιρό μετά, έρχεται στην Αθήνα ένας ομογενής ιεραπόστολος ονόματι Καϊσάρης, ο οποίος θέλησε να έρθει και στη Νάξο, για να κηρύξει κι εκεί το Ευαγγέλιο. Πήγανε λοιπόν μαζί στη Μονή, μαζεύτηκε κόσμος, τους μίλησε για τον Χριστό και μετά είπε στον πατέρα μου: “Από εδώ και πέρα αναλαμβάνεις εσύ να μιλάς σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί ο Κύριος θα κάνει εδώ ένα πολύ ωραίο έργο.” “Μα...” του είπε ο πατέρας μου “...δεν γίνεται να μείνω εδώ μόνος μου. Θα γυρίσω στην Αθήνα, για να βρω μια πιστή κοπέλα να παντρευτώ.” Και του λέει τότε ο Καϊσάρης: “Θα μείνεις εδώ και θα παντρευτείς αυτό το κορίτσι.” Και του έδειξε την μητέρα μου, η οποία ήταν τότε μια μικρή κοπελίτσα.
Είχε πνευματική όραση ο αδελφός.
Έτσι αποδείχτηκε. Γιατί η μητέρα μου, η Ειρήνη, έδειξε τότε μεγάλο ενδιαφέρον για τα πράγματα του Θεού, ρωτούσε συνέχεια για να μαθαίνει όλο και περισσότερα και μετά από μερικά χρόνια αναγεννήθηκε. Και παντρεύτηκαν τελικά με τον πατέρα μου, το 1961, σε μια Ορθόδοξη εκκλησία στη Νάξο, μιας και ήταν αυτός ένας απαράβατος όρος που είχαν βάλει οι γονείς της. Υπήρχαν διάφορες επαγγελίες στο ξεκίνημα τους και η μια, ήταν ένα ενύπνιο που είδε μια θεία μου: “Στο μέσον του σπιτιού τους υπήρχε ένα πηγάδι, από το οποίο ανέβλυζε ζωντανό νερό, που ξεχείλισε και πλημμύρησε όλο το χωριό”. Και κατάλαβε ο πατέρας μου, ότι το νερό είναι ο Λόγος του Θεού που θα μεταδοθεί στις καρδιές των ανθρώπων. Πράγματι, άρχισαν να σώζονται ψυχές στη Μονή, σώθηκαν παράλληλα κάποιες άλλες ψυχές στο χωριό Δαμαλάς κι εκεί τελικά συγκροτήθηκε η πρώτη εκκλησία της Νάξου, με υπεύθυνο τον αδελφό Μανώλη Ορφανό.
Οι δικές σου πρώτες εικόνες ποιές είναι;
Το πρώτο που θυμάμαι, σε σχέση με τον Θεό, είναι όταν ήμουν δύο-τριών χρονών. Ένα βράδυ, με πήρε ο πατέρας μου στην αγκαλιά του και μου έδειξε τον ουρανό με τα αστέρια. Μου λέει: “Αρτέμη, αυτά είναι τα αστέρια και είναι πολύ μακριά από την γη. Και πίσω από τα αστέρια, είναι μια χώρα όπου έχει ετοιμάσει ο Θεός για εμάς ένα σπίτι, για να ζήσουμε μαζί Του αιώνια.” Είναι κάτι που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου και θα το θυμάμαι για πάντα. Οι επόμενες εικόνες που έχω, είναι από την εκκλησία, όπου ήμασταν πάρα πολλά παιδιά. Πάνω από είκοσι. Και μια Κυριακή πρωί, που ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι για την λειτουργία, βλέπουμε ένα μεγάλο, κίτρινο μηχάνημα, ένα κομπρεσέρ, να έρχεται και να σταματάει ακριβώς από έξω. Ήταν μαζί και πολλοί χωροφύλακες και μας έδειξαν ένα χαρτί, με την διαταγή να γκρεμιστεί η εκκλησία. Ανέβηκαν πάνω στην ταράτσα, ξεκίνησαν την κατεδάφιση, μετά από λίγο όμως σταμάτησαν. Το μόνο που έκαναν, ήταν να ανοίξουν τέσσερεις τρύπες κι έβαλαν τον αδελφό Ορφανό να υπογράψει ένα χαρτί το οποίο έλεγε: “Κατεστράφη.” Κατόπιν ήρθε ο πατέρας μου στην Αθήνα, το είπε στον αδελφό Λούη, που ήταν ο ποιμένας της Κεντρικής εκκλησίας, έκαναν μια προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και μετά από λίγο βγήκε η άδεια λειτουργίας της εκκλησίας της Νάξου. Και μαζί με την άδεια της εκκλησίας της Αθήνας, ήταν οι δύο πρώτες άδειες της Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας Πεντηκοστής στην Ελλάδα. Μετά από αρκετά χρόνια, συνάντησε ο διοικητής της χωροφυλακής τον πατέρα μου. Και του είπε ότι: “Η διαταγή τότε, ήταν να κατεδαφιστεί η εκκλησία τελείως. Όμως, όταν είδα όλα αυτά τα παιδάκια απέξω, δεν μου πήγε η καρδιά να την γκρεμίσω.” Και διακινδύνεψε την θέση του ο άνθρωπος, αλλά κατόπιν βγήκε η άδεια και ήτανε κι αυτός καλυμμένος.
Υπήρχε πάντως διωγμός εκείνα τα χρόνια.
Σίγουρα. Για εμένα ο μεγαλύτερος διωγμός, ήταν το “μπούλινγκ” (όπως το λέμε σήμερα) που είχαμε υποστεί μικροί. Κανένα παιδί δεν με φώναζε με το όνομα μου αλλά όλα με λέγανε: “Αβάπτιστε ιεχωβά.” Όποιος δεν ήταν Ορθόδοξος τον φώναζαν τότε “ιεχωβά”. Αυτό με πλήγωνε πάρα πολύ. Όταν ήρθε η ώρα να πάω πρώτη μέρα στο σχολείο, που θα γινότανε και ο Αγιασμός, μου είπαν οι γονείς μου να παρακολουθήσω με σεβασμό την λειτουργία, αλλά να μην προσκυνήσω κάποια εικόνα, ή τον ιερέα, γιατί: “εμείς δεν τα πιστεύουμε αυτά τα πράγματα”. Πράγματι έτσι έκανα, όμως ο δάσκαλος έπιασε το κεφάλι μου και δια της βίας με εξανάγκασε να προσκυνήσω και να φιλήσω το χέρι του ιερέα. Φοβήθηκα πάρα πολύ, έβαλα τα κλάματα κι έτρεξα να το πω στους γονείς μου. Με πήρε τότε ο πατέρας μου από το χέρι και πήγαμε στην έξοδο του χωριού, από όπου θα έφευγε ο δάσκαλος. Ο πατέρας μου ήταν ένας άσημος άνθρωπος, τον δίωκαν στο χωριό, τον ονείδιζαν λόγω της πίστης του, όμως εκείνη την ώρα ο Κύριος τού έδωσε μεγάλη εξουσία. Και όπως ήρθε ο δάσκαλος, μαζί με τον ιερέα, τους λέει: “Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο, ήταν παράνομο κι αυτή την στιγμή φεύγω, πάω στη Σύρο για να σας καταγγείλω στις Αρχές.” Και είδα τότε με έκπληξη, αυτούς τους ανθρώπους να τρέμουν από τον φόβο τους, όπως τρέμουν τα φύλλα πάνω στο δέντρο. Και του είπαν: “Συγχώρεσε μας Γιάννη, δεν θα ξαναγίνει και σου υποσχόμαστε ότι θα προσέξουμε το παιδί να μην το ξαναπειράξει κανείς.” Και πράγματι, από τότε στο σχολείο δεν με ξαναενόχλησε κανείς.
Να πούμε ότι ο πατέρας σου -και πολύ σωστά- έκανε χρήση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Όπως βλέπουμε να κάνει και ο απόστολος Παύλος στις Πράξεις των αποστόλων.
Βέβαια, έκανε χρήση των δικαιωμάτων του σαν Έλληνας πολίτης. Εκείνη η μέρα, μπορώ να σου πω ότι ήταν από τις πιο όμορφες στη ζωή μου. Ένιωσα μέσα μου ασφάλεια και μια σιγουριά, ότι αυτά που πιστεύει η οικογένεια μου είναι σωστά. Συνέχισε η ζωή στο χωριό και μετά από εμένα, έκαναν οι γονείς μου άλλα έξι παιδιά. Μεγαλώσαμε, μπορώ να πω, αρκετά φτωχικά, θυμάμαι όταν έβρεχε, το ταβάνι στο σπίτι μας έμπαζε νερά και μας σκέπαζε η μητέρα μου με έναν μουσαμά για να μην βρεχόμαστε. Απολαμβάναμε όμως πλούσια τις ευλογίες του Κυρίου. Κάθε βράδυ, που όλη η οικογένεια μαζί κάναμε προσευχή, λειτουργούσαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και μαζευόντουσαν οι γείτονες απέξω για να ακούσουνε ωραίες υμνωδίες εν Πνεύματι. Εγώ είχα βαπτιστεί με Άγιο Πνεύμα σε ηλικία δώδεκα χρονών. (Ένα χρόνο πριν είχα βαπτιστεί στο νερό.) Σε μια επίσκεψη του στη Νάξο, ο αδελφός Νίκος Γρίβας με πήρε μαζί του στην Αθήνα, γιατί είχα χτυπήσει άσχημα το πόδι μου κι έπρεπε να με δούνε στο Νοσοκομείο Παίδων. Το βράδυ, στο σπίτι του, στο Καματερό, έγινε συμπροσευχή κι εκεί ήρθε ο Κύριος και με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο. Ταυτόχρονα, θεραπεύτηκε τελείως και το πόδι μου. Δόξα στον Θεό. Μετά ήρθε η ώρα να πάω στο Γυμνάσιο κι εκεί γνώρισα έναν άλλο κόσμο, τελείως διαφορετικό από αυτόν που ήξερα. Ήταν τότε και μια περίοδος πολύ έντονη για την Ελλάδα, το 1974-1975.
Η λεγόμενη Μεταπολίτευση.
Ναι, υπήρχε μετά την Δικτατορία ένα ξέσπασμα, ένας ενθουσιασμός στη νεολαία, με τραγούδια επαναστατικά, με συναυλίες, με εκδηλώσεις διάφορες. Θέλοντας και μη, μπήκα κι εγώ μέσα σε αυτό το κλίμα, ξεκίνησα να συμμετέχω σε όλα αυτά κι όσο περισσότερο συμμετείχα, τόσο περισσότερο πάγωνα με τα πράγματα του Θεού. Άρχισα σιγά-σιγά να πίνω, να καπνίζω, να ξενυχτάω και να δένομαι πολύ με παρέες. Ο πατέρας μου καταλάβαινε τι συμβαίνει -αν και στην αρχή κρυβόμουνα- και όταν ήμουνα σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, μου λέει: “Δεν μπορείς να δουλεύεις δύο κυρίους. Ή στην εκκλησία θα είσαι ή στην αμαρτία.” Και του είπα τότε: “Ωραία, δεν ξανάρχομαι στην εκκλησία.” Μετά άρχισα να κάνω ακόμα χειρότερες παρέες. Κλέβαμε ζώα, μεθούσαμε τα βράδια, απασχολούσαμε με διάφορες παρανομίες την Αστυνομία... Μπήκανε και ναρκωτικά τότε στην παρέα μας, όμως ευχαριστώ τον Θεό γιατί ποτέ δεν τα δοκίμασα. Προσπαθούσανε οι γονείς μου να με συμμαζέψουνε, βγαίνανε μέσα στη νύχτα και με ψάχνανε, όμως μάταια. Η αμαρτία με είχε σκληρύνει πολύ και με είχε σκληρύνει κι απέναντι στην οικογένεια μου. Κι όταν ήμουν πλέον δεκαοχτώ χρονών, μου λέει ο πατέρας μου: “Τώρα που ενηλικιώθηκες, όπως έφυγες από την εκκλησία, πρέπει να φύγεις κι από το σπίτι.” Αυτό με πλήγωσε τότε πάρα πολύ.
Ήσουν κι ο μεγαλύτερος και ίσως επηρέαζες άσχημα και τα νεώτερα αδέλφια.
Σίγουρα συνέβαινε αυτό. Στο χωριό λέγαμε μια παροιμία: “Ο μπροστινός γάιδαρος οδηγάει αυτόν που έρχεται από πίσω.” Έφυγα λοιπόν και πήγα σε ένα συγγενικό σπίτι. Μετά το μετάνιωσε ο πατέρας μου, μου ζήτησε συγγνώμη, μου ζήτησε να επιστρέψω, αλλά πλέον δεν ήθελα και ήμουν αμετάπειστος. Και πήρα το καράβι για την Αθήνα, με σκοπό να πάω μετά σε άλλη πόλη ή στο εξωτερικό, ώστε να χαθούν τελείως τα ίχνη μου. Με το που φθάνω όμως στον Πειραιά, βλέπω μπροστά μου τον αδελφό μου τον Αντώνη. Ο Αντώνης (που είναι ο σημερινός ποιμένας της εκκλησίας της Νάξου) όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο ήρθε στην Αθήνα για να πάει σε μια τεχνική σχολή. Είχε προσκοληθεί εντωμεταξύ στην Κεντρική εκκλησία κι εκείνη την μέρα είχαν πάει οι νέοι στο λιμάνι για να μοιράσουν χριστιανικά φυλλάδια. Εγώ βέβαια όταν τον είδα, νόμιζα ότι τον είχαν στείλει οι γονείς μου και θυμάμαι του είπα: “Μην μου πεις ούτε κουβέντα, γιατί θα σε πετάξω στη θάλασσα.” Όμως μου μίλησε με σοφία και μου είπε: “Έλα να μείνεις λίγο μαζί μας μέχρι να αποφασίσεις τι θα κάνεις.” Πράγματι, πήγα μαζί του (έμενε τότε στον θείο μου στα Πετράλωνα) και τελικά έμεινα εκεί, γιατί βρήκα αμέσως μια δουλειά, στη Χαλυβουργική. Μετά από λίγο, ήρθε και η αδελφή μου για να πάει στο Πανεπιστήμιο και πήγα κι έμεινα μαζί της στο Αιγάλεω.
Στην Αθήνα συνέχισες την άσχημη ζωή που έκανες στη Νάξο;
Όχι, αλλά συνέχιζα και ζούσα μια κοσμική ζωή, μακριά από τον Θεό. Ο Θεός όμως ήταν πάντα μαζί μου και με φύλαγε και θα σου πω ένα περιστατικό. Μια μέρα, μας έδωσαν στη Χαλυβουργική εισιτήρια για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο Στάδιο Καραϊσκάκη και συγκεκριμένα για την θύρα 7. Ήρθε η Κυριακή, πήγα στο γήπεδο κι όπως ετοιμαζόμουν να μπω μέσα, με πλησιάζει ένας νέος και μου λέει: “Φίλε, μήπως θέλεις να ανταλλάξουμε εισιτήρια και να σου δώσω το δικό μου για την θύρα 8;” Δέχτηκα, μπήκα, παρακολούθησα το παιχνίδι και καθώς φεύγοντας, πέρασα μπροστά από τη θύρα 7, είδα αίματα να τρέχουν, είδα πολλά σώματα το ένα πάνω στο άλλο και ήταν εκείνη η μέρα που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν δεκάδες νέοι. Λίγο έλειψε να ήμουν ένας από αυτούς. Πέρασαν κάποιοι μήνες και η αδελφή μου, μου ζήτησε ένα βράδυ να την συνοδέψω σε μια συγκέντρωση που θα είχε η νεολαία της εκκλησίας. Ήταν σε απόμερο μέρος, και θα φεύγανε αργά, οπότε ήταν επικίνδυνο να γυρίσει μόνη της. Πήγαμε λοιπόν, ήταν ένα σπίτι στα νταμάρια της Πετρούπολης και ήταν μαζεμένοι εκεί πολλοί νέοι, οι οποίοι είναι σήμερα οι περισσότεροι εργάτες του Ευαγγελίου. Φάγαμε κάτι, μετά άρχισαν να ψέλνουν και μετά γονάτισαν για να προσευχηθούν. Ήρθε η παρουσία του Θεού, δόξαζανε, αλλάλαζαν από χαρά κι εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και τους κοίταζα θλιμμένος. Κι έλεγα στον εαυτό μου: “Έτσι θα ήσουν κι εσύ, αν δεν είχες απομακρυνθεί από τον Θεό.”
Ζήλεψες αυτό που απολάμβαναν.
Το ζήλεψα πραγματικά. Από εκείνη τη μέρα, ερχόταν συνέχεια στη καρδιά μου μια νοσταλγία, για όλες τις πνευματικές ευλογίες που είχα ζήσει μέχρι τα δεκατρία μου χρόνια. Με βασάνιζε όμως μια σκέψη (από τον διάβολο ήταν πιστεύω) ότι: “Για σένα δεν υπάρχει πλέον επιστροφή, γιατί γνώρισες την αλήθεια και την απέρριψες.” Άρχισα να μην μπορώ να κοιμηθώ, να έχω υπερένταση, να ανεβάζω υψηλή πίεση... Πήγα σε νοσοκομεία, έκανα ειδικές εξετάσεις αλλά δεν μου έβρισκαν κάτι παθολογικό, ήταν καθαρά ψυχολογικό το θέμα. Έμενα τότε στο Αιγάλεω, κι ένα πρωί που σηκώθηκα (χωρίς να έχω κοιμηθεί καθόλου, γιατί ένιωθα απελπισμένος) σκέφτηκα το εξής: “Δεν έχω να χάσω πλέον τίποτε. Ας προσευχηθώ, ας πάω στον ίδιο τον Κύριο, κι ας Τον ρωτήσω αν με δέχεται πίσω.” Και μόλις γονάτισα αδελφέ, ή μάλλον πριν ακόμα γονατίσω, είδα να φεύγει το ταβάνι από το σπίτι και να έρχεται ένας ποταμός και να με λούζει από επάνω μέχρι κάτω. Να μπαίνει μέσα στα σπλάχνα μου και να με καθαρίζει από όλα. Άρχισα τότε να κλαίω, να κλαίω ασταμάτητα, γιατί καταλάβαινα ότι ο Κύριος με δέχεται. Έμεινα εκεί πέντε μέρες, χωρίς να φάω, χωρίς να πιώ και όλες αυτές τις μέρες ευχαριστούσα και δόξαζα τον Θεό. Μετά πήγα στην Κεντρική εκκλησία, στην οδό Σοφοκλέους και μίλησα με τον αδελφό Κώστα Κονδύλη που ήταν ο υπεύθυνος τότε στη νεολαία. Και μου είπε ο αδελφός: “Πήγαινε τώρα φάε και πιες και μην ξαναφύγεις μακριά από τον Κύριο.” Και αυτό έκανα πράγματι. Μετά από λίγο πήγα στρατιώτης, απολύθηκα, ξαναπήγα στη Νάξο, μετά κατέληξα πάλι στην Αθήνα, πέρασαν τα χρόνια και στη διάρκεια αυτής της πνευματικής μου πορείας έγιναν πάρα πολλά. Δεν ήταν ο δρόμος ανθόσπαρτος. Πέρασα δυσκολίες, ατυχήματα, ασθένειες, προβλήματα επαγγελματικά, οικονομικά, πτώσεις, ολιγοπιστίες, όμως δεν ξανάφησα ποτέ τον Κύριο. Και ο Κύριος βέβαια ποτέ δεν με άφησε κι από όλες τις θλίψεις που μου συνέβησαν, με λύτρωσε. Είναι ζωντανός, είναι αληθινός και μπορώ να πω ότι η αγάπη και το έλεος του Θεού δεν έχει όριο. Γιατί ήμουν ένας άνθρωπος πολύ αμαρτωλός, όμως ο Κύριος έκανε πάρα πολλή χάρη στη ζωή μου.
Και περιμένεις πλέον κι εσύ αυτό το σπίτι, πίσω από τα αστέρια, που σου είχε πει ο πατέρας σου.
Ναι, περιμένω να πάω σε αυτό το σπίτι. Να με αξιώσει ο Κύριος να βρεθώ εκεί, να ξαναδώ τον πατέρα μου αλλά και όλους τους αγαπητούς αδελφούς, που αναχώρησαν μέσα στα χρόνια και να ζήσουμε αιώνια, με τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αυτή είναι η ελπίδα μας.