Skip to main content

play button christianity Ακούστε | 48kbps | 96kbps |

on air christianity
Χωρίς πληροφορίες...

spanish flag      greek flag


Αποστόλης Ρώτας

 «Και θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν νέαν, και πνεύμα νέον θέλω εμβάλει εν υμίν, και αποσπάσας την λιθίνην καρδίαν από της σαρκός σας θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν σαρκίνην. Και θέλω εμβάλει εν υμίν το Πνεύμα μου και σας κάμει να περιπατήτε εν τοις διατάγμασί μου και να φυλάττητε τας κρίσεις μου και να εκτελήτε αυτάς.»

 |  Ομολογίες

 «Και θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν νέαν, και πνεύμα νέον θέλω εμβάλει εν υμίν, και αποσπάσας την λιθίνην καρδίαν από της σαρκός σας θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν σαρκίνην. Και θέλω εμβάλει εν υμίν το Πνεύμα μου και σας κάμει να περιπατήτε εν τοις διατάγμασί μου και να φυλάττητε τας κρίσεις μου και να εκτελήτε αυτάς.»

Ιεζεκιήλ κεφ. λς:26,27Αυτό το μήνα, θα μας δώσει την μαρτυρία του, ο αδελφός μας Αποστόλης Ρώτας από την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου.

Αδελφέ Αποστόλη, περιμένουμε με ενδιαφέρον να μας διηγηθείς, την δική σου προσωπική εμπειρία και γνωριμία με τον Χριστό.

Αμήν, δόξα στον Θεό. Ονομάζομαι Αποστόλης Ρώτας, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1966 και μεγάλωσα στο Παλαιό Φάληρο. Έχω και μια μικρότερη αδελφή -άρα ήμασταν μια πενταμελής οικογένεια- και ζούσε μαζί μας και η θεία μας. Η οποία δεν είχε δικά της παιδιά και ήταν σαν δεύτερη μητέρα για εμάς. Και μέσα από αυτή την γυναίκα, ο Κύριος ενήργησε -τώρα το καταλαβαίνω αυτό-και μας έβαλε από πολύ νωρίς μέσα σε κάποια αυστηρά όρια. Κάτι που μας προφύλαξε στη πορεία από πολλές παγίδες. Μάλιστα, μας είχε βάλει να πηγαίνουμε σε ιδιωτικό σχολείο, από την πρώτη Δημοτικού, μέχρι που τελειώσαμε και το Λύκειο.

Το πλήρωνε εκείνη δηλαδή;

Ναι, το πλήρωνε εκείνη. Γιατί δεν ήταν ευκατάστατοι οικονομικά οι γονείς μου. Σαν παιδί, πίστευα από πολύ μικρός ότι υπάρχει Θεός, αισθανόμουνα πάντα ένα αόρατο χέρι να με προστατεύει, ώσπου το 1981 έκανα την πρώτη προσευχή στη ζωή μου. Δίναμε τότε εξετάσεις, για να πάμε από το Γυμνάσιο στο Λύκειο (καταργήθηκε αυτό μετά) κι εκείνες τις μέρες, με είχε κυριεύσει ένα πολύ μεγάλο άγχος. Και δεν θυμάμαι τι είπα ακριβώς-Θεέ μου ή Χριστέ μου-αλλά είπα: “Βοήθησε με σε παρακαλώ να περάσω τις εξετάσεις.” Κι ακούω τότε μέσα μου, μια φωνή να μου λέει: “Πρέπει να Με ακολουθήσεις.” Τα έχασα εκείνη την στιγμή (δεν ήξερα κιόλας τι να ακολουθήσω και πως) και είπα ασυναίσθητα: “Μα εγώ δεν ζήτησα να Σε ακολουθήσω, ζήτησα απλώς να περάσω τις εξετάσεις.” Και το απέδωσα τελικά, ότι ήταν κάποιο παιχνίδι του μυαλού μου.

Προσπάθησες να το εξηγήσεις με κάποιο “λογικό” τρόπο.

Ναι, αλλά δεν μπόρεσα κιόλας στην πραγματικότητα και τελικά κάπως το προσπέρασα. Έγιναν λοιπόν οι εξετάσεις, πέρασα και φθάνουμε στην Δευτέρα Λυκείου, όπου με πλησιάζει μια μέρα μια συμμαθήτρια μου, την οποία κάποια στιγμή την είχα δει να αλλάζει, να ντύνεται σεμνά, να φοράει μακριές φούστες αλλά δεν είχα δώσει και μεγάλη σημασία. Ήρθε λοιπόν σε ένα διάλειμμα, που καθόμουν κι απολάμβανα την λιακάδα και μου λέει: “Αποστόλη, να ξέρεις ότι και ο Ήλιος κι όλα αυτά που βλέπεις, κάποια μέρα θα φύγουν, θα έρθει το τέλος τους.” Ξέχασα να σου πω, ότι ο πρώτος μου προβληματισμός για αυτά τα θέματα ήταν, όταν μια μέρα (που είχε καταρακτώδη βροχή) άκουσα την μητέρα μου με την θεία μου να συζητάνε περί της “συντελείας του αιώνος”. Ήμουνα πολύ μικρός, πέντε-έξι χρονών, αλλά αυτή η φράση μού είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Κι έρχεται αυτή η συμμαθήτρια, στα 17 μου χρόνια, μου λέει πάλι για την “συντέλεια,” μου κεντρίζει το ενδιαφέρον και ξεκινάμε αμέσως μια συζήτηση. Μου έλεγε για τον Αντίχριστο, μου έλεγε για τα σημεία των εσχάτων ημερών κι όλα αυτά, σαν να προκαλούσανε μια έκρηξη μέσα στη καρδιά μου. Και όταν μου είπε και για την Αρπαγή της εκκλησίας, ότι θα έρθει δηλαδή ο Χριστός και θα παραλάβει την εκκλησία Του, εκεί έμεινα έκθαμβος. Με κάλεσε να πάω και στην εκκλησία που πήγαινε, στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής και πράγματι πήγαμε μαζί, μια Κυριακή πρωί. Το είπα βέβαια πρώτα στους γονείς μου, γιατί ήμασταν σαν παιδιά αρκετά περιορισμένα όπως σου είπα.

Στην κεντρική εκκλησία πήγατε;

Ναι, στην οδό Σοφοκλέους. Μίλησε ο ποιμένας, ο αδελφός Λούης και τη πρώτη φορά δεν έδωσα και πολλή προσοχή στο κήρυγμα. Όμως ξαναπήγα την επόμενη εβδομάδα και είπα ότι τώρα θα παρακολουθήσω με περισσότερη επιμέλεια, γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί να έχω μπλέξει και σε καμία αίρεση. Όσο μιλούσε λοιπόν ο αδελφός, είχα μπροστά μου ανοιχτή την Αγία Γραφή και πρόσεχα, αν αυτά που λέει, συμφωνούν με αυτά που έγραφε μέσα. Κι έβλεπα ότι συμφωνούσαν με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Ξεκίνησα να διαβάζω και την Καινή Διαθήκη, κάτι άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει μέσα μου, όμως οι γονείς μου ανησύχησαν με αυτή την αλλαγή και σηκώθηκε από την μεριά τους μια πολύ μεγάλη αντίδραση. Και σκέφτηκα τότε να μην τους στενοχωρήσω, σκέφτηκα ότι είμαι και πολύ νέος ακόμα για αυτή τη ζωή και είπα: “Θα φύγω τώρα και κάποια στιγμή αργότερα θα επιστρέψω.” Από τότε όμως, “σιγόκαιγε” μέσα μου θα έλεγα, η σκέψη της Αρπαγής της εκκλησίας. Τέλειωσα στη συνέχεια το Λύκειο, έδωσα Πανελλήνιες εξετάσεις, δεν πέρασα κάπου και πήγα τελικά σε μια σχολή παραϊατρικών επαγγελμάτων. Μόλις την τελείωσα πήγα φαντάρος και όταν απολύθηκα, έπρεπε να βρω δουλειά οπωσδήποτε, γιατί είχε πεθάνει εντωμεταξύ ο πατέρας μου. Και βρίσκω πράγματι δουλειά, με θαυμαστό τρόπο, σε ένα μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο. Εκεί εργαζόταν σαν αναισθησιολόγος, μια αδελφή μας, η Δήμητρα και την άκουγα κάποιες φορές που δόξαζε τον Θεό. Της έπιασα λοιπόν συζήτηση και όταν της είπα ότι είχα περάσει κι εγώ μικρός από την εκκλησία, χάρηκε πάρα πολύ. Κι από τότε, όποτε με συναντούσε, μου έλεγε: “Έλα μια μέρα στην εκκλησία.” Πήγα τελικά μια φορά (για να της κάνω το χατήρι περισσότερο) ανεβήκαμε μετά και στο μάθημα της νεολαίας και θυμάμαι, ένας νέος- αφού με ρώτησε το όνομα μου-μου λέει: “Αποστόλη, να ξέρεις ότι έχεις κι εσύ μια αποστολή.” Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε, αλλά σκέφτηκα μέσα μου: “Ποιά αποστολή; Εγώ τώρα έχω ένα άλλο “λάϊφ στάϊλ”. ΄Έτσι λέγαμε τότε.

Έναν άλλο τρόπο ζωής.

Ναι, ακριβώς. Έβγαζα εκείνη την εποχή και αρκετά χρήματα (γιατί κάναμε συνέχεια υπερωρίες στο νοσοκομείο) και εκείνο που με ενδιέφερε, ήταν πως να βγω έξω με διάφορες κοπέλες και να περάσω καλά. Ευτυχώς εκείνη την περίοδο γνωρίζω την γυναίκα μου (μέσω της αδελφής της που ήμασταν συνάδελφοι) και το 1991 γίνεται ένα πολύ σημαντικό γεγονός στη ζωή μου. Η καταγωγή μου είναι από τη Σέριφο κι όπως ήμουν εκεί ένα καλοκαίρι, και “χάζευα” στη παραλία ένα περιοδικό, διάβασα ότι αυξάνονται πάρα πολύ στην Ελλάδα τα διαζύγια. Αυτό με προβλημάτισε και σκέφτηκα: “Να παντρευτείς και να χωρίσεις δεν αξίζει. Και να παντρευτείς και ποιά να πάρεις;” Έκανα ένα εντελώς θεωρητικό ερώτημα, χωρίς να έχω σκοπό να παντρευτώ κι όμως εκείνη την στιγμή, ακούω μια φωνή μέσα μου να μου λέει: “Αυτή θα πάρεις.” Και ταυτόχρονα, σαν ένα δάχτυλο, να μου δείχνει μέσα στη σκέψη μου την γυναίκα μου την Ράνια. Έμεινα έκπληκτος, πάλι δεν μπορούσα να καταλαβω ότι μου μιλούσε ο Θεός και για να αποδείξω ότι τελικά αυτό ήταν κάτι της φαντασίας μου, έβγαινα εκείνο το καλοκαίρι με οποιαδήποτε άλλη κοπέλα εκτός από την γυναίκα μου. Τελειώνοντας όμως το καλοκαίρι, ότι σχέση προσπάθησα να κάνω είχε τελειώσει, ότι πειραματισμό προσπάθησα να κάνω είχε αποτύχει και συναντώντας μια μέρα την Ράνια, νιώθω μέσα μου πάρα πολύ έντονα, ότι αυτή η κοπέλα είναι πλασμένη για μένα.

Όπως ένιωσε ο Αδάμ όταν είδε την Εύα.

Έτσι ακριβώς. Μόνο που εκείνος το ένιωσε αμέσως, εμένα μου πήρε λίγο χρόνο παραπάνω. Ξεκινήσαμε στη πορεία μια σοβαρή σχέση, αρχίσαμε να συζούμε και φθάνει η στιγμή-όταν ήμουν 25 χρονών- που βρίσκω στην είσοδο της πολυκατοικίας  μια εφημερίδα: “Χριστιανισμός.” Την πήρα σπίτι, ξεκίνησα να την διαβάζω κι αισθάνθηκα εκείνη την ώρα, σαν η καρδιά μου, μέσα μου, να καίγεται. Δεν θυμάμαι τι διάβασα, αλλά θυμάμαι πολύ καλά το συναίσθημα. Και γονατίζω τότε και λέω: “Θεέ μου, εγώ δεν μπορώ να Σε πλησιάσω όπως είναι τώρα η ζωή μου. Εσύ μπορείς να με ελκύσεις;” Πέρασαν λίγες μέρες κι ένιωσα ξαφνικά μέσα μου έναν έλεγχο, γιατί με την Ράνια συζούσαμε χωρίς να έχουμε ακόμα παντρευτεί. Το αποφασίζουμε λοιπόν και παντρευόμαστε, το 1995 έρχεται κι ο πρώτος μας γιός κι εγώ όλο και περισσότερο αισθανόμουν μέσα μου ότι πλησιάζει η ώρα της Αρπαγής της εκκλησίας κι ότι θα μείνω απέξω. Και σκεφτόμουν, ότι αν δεν μπορώ να ακολουθήσω τον Θεό τώρα, που είναι ευνοϊκές οι συνθήκες, τότε πως θα Τον ακολουθήσω στα χρόνια του Αντιχρίστου που θα είναι τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα.

Είχαν μείνει δηλαδή μέσα σου, κάποια στοιχεία από τον Λόγο του Θεού.

Δεν ήξερα καλά τον Λόγο του Θεού, αλλά ειδικά το θέμα της Αρπαγής με είχε στιγματίσει και δεν με άφηνε να ησυχάσω. Ένα πράγμα όμως είχα πει στον Θεό: “Αν με καλέσεις ποτέ (κάτι που το θεωρούσα μεγάλη τύχη να συμβεί) θέλω να με καλέσεις σε μια καλή περίοδο της ζωής μου. Δεν θέλω να έρθω κοντά Σου ενώ είμαι υπό πίεση.” Και τελικά έτσι ακριβώς έγινε. Είναι το 1997, αρχές Γενάρη και δουλεύω πλέον σε ένα διαγνωστικό κέντρο στη Νίκαια. Και μια Τετάρτη πρωί, γύρω στις 9.30 η ώρα, κατεβαίνω στην αποθήκη, για να πάρω κάποια αναλώσιμα υλικά μαζί με έναν συνάδελφο. Εκείνη την στιγμή αδελφέ, με σταματάει ξαφνικά ένα αόρατο χέρι και χάνεται εντελώς για μένα ο τόπος και ο χρόνος. Μην με ρωτάς πως, δεν ξέρω να σου πω. Και πέφτουν από τα μάτια μου κάποια λέπια, όπως έγινε και στον απόστολο Παύλο. Εγώ δεν την ήξερα τότε την ομολογία του αποστόλου Παύλου, δεν την είχα διαβάσει ακόμα στις Πράξεις των Αποστόλων. Το ένιωσα όμως εκείνη την στιγμή να μου συμβαίνει, ακριβώς όπως το περιγράφει ο Λόγος του Θεού.

Είχε προηγηθεί κάτι, κάποια προσευχή δικιά σου ας πούμε;

Τίποτε απολύτως. Ήταν μια μέρα συνηθισμένη σαν όλες τις άλλες. Και όπως πέφτουν τα λέπια από τα μάτια μου, βλέπω που πηγαίνω. Και πηγαίνω, κατευθείαν για την Απώλεια. Εγώ έλεγα πάντα ότι είμαι καλός άνθρωπος, καλό παιδί. Και πολλές φορές (γιατί πίστευα ότι υπάρχει κόλαση και παράδεισος) έλεγα: “Δεν υπάρχει Θεέ μου κάποιο ενδιάμεσο μέρος για να πάω; Δεν είμαι και τόσο κακός, απλώς κάνω κι εγώ αυτό που αρέσει σε όλους τους άντρες.” Προσπαθούσα να δικαιολογήσω την αμαρτία μου δηλαδή, αλλά εκείνη την ώρα, βλέπω καθαρά που οδηγούμαι: “Στην Απώλεια”. Τότε, το ίδιο αόρατο χέρι που με σταμάτησε, μπαίνει μέσα μου, παίρνει την καρδιά μου και βάζει στη θέση της μια άλλη. Σε παραπέμπω στον προφήτη Ιεζεκιήλ: “...και αποσπάσας την λιθίνην καρδίαν από της σαρκός σας θέλω δώσει εις εσάς καρδίαν σαρκίνην.” Αυτό ακριβώς ένιωσα ότι έγινε μέσα μου. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Κι ακούω μια φωνή, που καταλαβαίνω ότι είναι η φωνή του Θεού, να μου λέει: “Πήγαινε επάνω κι άνοιξε τον ραδιοφωνικό σταθμό.” Από εκείνο το σημείο και μετά, η ροή του χρόνου συνέχισε πάλι κανονικά. Κοιτάζω τον συνάδελφο που ήταν μαζί μου (γιατί πίστευα ότι σίγουρα κάτι θα κατάλαβε από αυτό που έγινε) αλλά εκείνος δεν είχε καταλάβει τίποτε. Παίρνουμε τα υλικά που θέλαμε, πάμε επάνω και δεν σου είπα, ότι σε εκείνη την δουλειά εργαζόταν και η γυναίκα μου στην γραμματειακή υποστήριξη. Είχε ένα ραδιοφωνάκι λοιπόν εκεί στο γραφείο της και σκέφτομαι: “Να ανοίξω τον ραδιοφωνικό σταθμό, αλλά ποιόν σταθμό;” Δεν ήξερα καν ότι η εκκλησία έχει ραδιοφωνικό σταθμό. Κι όπως γύρισα λίγο την βελόνα, ακούω την φωνή του αδελφού Νικολακόπουλου να δοξάζει τον Θεό και καταλαβαίνω αμέσως ότι αυτός είναι ο ραδιοφωνικός σταθμός.

Να πούμε, ότι αναφέρεσαι στον ραδιοφωνικό σταθμό: “Χριστιανισμός,” στους 104,3 στα FM.

Ακριβώς. Από εκείνη την μέρα, άκουγα συνέχεια τον ραδιοφωνικό σταθμό και Δευτέρα πρωί τους παίρνω τηλέφωνο, ρωτάω που έχει κοντά μου εκκλησία (στον Κορυδαλλό έμενα τότε) και μου λένε στη Νίκαια. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που μπερδεύομαι συνέχεια στους δρόμους, χάνομαι πάρα πολύ εύκολα. Εκείνο το απόγευμα όμως, ένιωθα λες και με οδηγούσε μια φωτεινή νεφέλη. Βρήκα αμέσως την εκκλησία, μιλούσε ο αδελφός Νικολακόπουλος και μόλις τελείωσε, έκανε -ως συνήθως-ένα κάλεσμα, για όποιον θέλει να δώσει την καρδιά του στον Χριστό, να πάει μπροστά και να προσευχηθεί. Πήγα μπροστά λοιπόν, είχε σπάσει η καρδιά μου κι αν και γενικά δύσκολα έκλαιγα, εκείνη το βράδυ, με πολύ κλάμα, ευχαριστούσα και δόξαζα τον Θεό. Γύρισα σπίτι μετά, κι έπρεπε βέβαια να πω στην γυναίκα μου όλα όσα έγιναν. Εκείνη έμεινε άναυδη και μου λέει: “Δεν είσαι στα καλά σου. Ποιά φωνή του Κυρίου άκουσες και ποιό χέρι μπήκε μέσα σου;” Δεν μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά με τίποτε.

Και είναι λογικό, γιατί όπως λέει ο Λόγος του Θεού, ο φυσικός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει τα πνευματικά και είναι μωρία για αυτόν.

Πράγματι. Η γυναίκα μου έκλαιγε μετά συνέχεια, υπήρχε μια μεγάλη αναστάτωση και αποφάσισε τελικά να συμβουλευτεί ένα καθηγητή ψυχιατρικής. Και ήτανε κι αυτό από τον Θεό πιστεύω, γιατί την ρώτησε εκείνος ο καθηγητής: “Στη δουλειά που είστε μαζί, η συμπεριφορά τού συζύγου σας είναι φυσιολογική;” Του λέει η γυναίκα μου: “Πολύ φυσιολογική.” “Στο σπίτι που είστε μαζί, κάνει πράγματα παράλογα, παράξενα;” “Όχι...” του απαντάει “...όπως ήταν πριν, έτσι ακριβώς είναι.” Και γυρίζει τότε και της λέει: “Και τι σας πειράζει λοιπόν, ο άνθρωπος να πιστεύει και να ακολουθεί αυτό που θέλει;” Κι εκείνη την στιγμή, καταλαβαίνει η γυναίκα μου ότι δεν την πειράζει τελικά. Κι έτσι, μετά από όλη αυτή την ταραχή που υπήρξε στην αρχή, όλα ηρέμησαν και μπορούσα να συνεχίσω κι εγώ την πορεία μου την πνευματική. Είχα βαπτιστεί ήδη στο νερό, με όλα αυτά που έγιναν όμως, είχα παραμελήσει λίγο να βαπτιστώ με Πνεύμα Άγιο. Σκεφτόμουν και πως θα γίνει, τι θα γίνει, (ήμουν πολύ αναλυτικός στη σκέψη μου άνθρωπος) μέχρι που μου λέει κάποια στιγμή, ένας πρεσβύτερος: “Αποστόλη, πηγή ύδατος ζώντος θα ρεύσει εκ της κοιλίας σου. Αυτό ακριβώς θα γίνει.” Το εδάφιο το ήξερα αλλά εκείνη την ώρα ήταν σαν να μου ξεκλείδωσε το μυαλό. Και τελικά σε μια ολονύχτια προσευχή, στις 24 Μαρτίου του 2000 βαπτίστηκα με Πνεύμα Άγιο. Από τότε, έχει κάνει ο Θεός στη ζωή μου πάρα πολλές ενέργειες που δεν μπορώ ούτε να τις απαριθμήσω. Είναι, όπως λέει και ο Δαβίδ, αναρρίθμητες. Γεννήθηκε το 2001 κι ο δεύτερος μου γιός, το 2006 γεννήθηκε και ο τρίτος,-με θαυμαστή ενέργεια του Θεού- κι ευχαριστούμε τον Κύριο για όλα. Μετά, είχε η μητέρα μου ένα παλιό σπίτι εδώ στο Παλαιό Φάληρο και δεν ήθελε να το δώσει αντιπαροχή με τίποτε. Αν και την είχα παρακαλέσει, για να γλιτώσω το ενοίκιο. Μου μίλησε όμως τότε ο Κύριος με ένα εδάφιο, εκεί που λέει ο Θεός στον Δαβίδ: “θα σου οικοδομήσω οίκο.” Και πράγματι, σε ένα χρόνο μέσα, είχε γίνει η αντιπαροχή, είχε ξεκινήσει η οικοδομή κι έτσι το 2004 ήρθαμε εδώ στο Παλαιό Φάληρο. Έκτοτε, με την χάρη του Θεού, πηγαίνω στην τοπική εκκλησία- που είναι και πολύ κοντά στο σπίτι μου- και προσεύχομαι τώρα και για την σωτηρία όλης μου της οικογένειας. Και είμαι σίγουρος, πως ο Κύριος την κατάλληλη ώρα θα ενεργήσει.

Αμήν. Αδελφέ Αποστόλη, δώσε μας αν θέλεις κι ένα μήνυμα κλείνοντας.

Αυτό που θα ήθελα να πω κλείνοντας, είναι ότι αυτές τις έσχατες μέρες, χρειάζεται να πάρουμε σταθερή απόφαση να ακολουθήσουμε τον Κύριο. Και ότι κι αν μας συμβαίνει, να μην αφήνουμε τον εχθρό να μας απογοητεύει, γιατί ο Κύριος είναι πάντα κοντά μας και μας ετοιμάζει για την ουράνια βασιλεία Του. Αυτός είναι ο Επιδιορθωτής των χαλασμάτων μέσα στη ζωή μας κι εκεί που εμείς χαλάμε, έρχεται Εκείνος και τα επιδιορθώνει όλα. Αυτό που έχω βιώσει εγώ προσωπικά ως τώρα, είναι ότι ο Θεός δεν είναι ο αυστηρός κριτής, αλλα ο στοργικός Πατέρας. Φροντίζει μέσα στη πορεία μας και για την παραμικρή λεπτομέρεια κι έχει ένα πολύ ωραίο σχέδιο για όλους μας.